Γιάννης Ξανθούλης: «Η Αλεξανδρούπολη που μεγάλωσα»

Γιάννης Ξανθούλης: «Η Αλεξανδρούπολη που μεγάλωσα»

«Έβρος και Αλεξανδρούπολη… τόποι δικοί μου σε ένα μακρινό παρελθόν, που με τον καιρό αποκτούν διαστάσεις δραματικών καρτ ποστάλ. Τόποι, που, στα χρόνια που ανάλωνα την καθημερινότητά μου εκεί, ελάχιστα αφορούσαν το επίσημο κράτος, που απλά μας χρησιμοποιούσε σαν απειλή για όσους ήθελε να τιμωρήσει.

«Θα σε στείλω στον Έβρο». Μόνο που ο Έβρος και όλη η Θράκη, ερήμην των μικροπολιτικών απειλών, υπήρχε με τα ακριτικά της εύσημα και το θαύμα της επιβίωσής της, αυτόνομη σχεδόν, με την πολυπολιτισμικότητά της, ιστορικά ανεκτίμητη και ξεχωριστή. Προσφυγοκρατούμενη στο μεγάλο της μέρος, αφομοίωσε τους ξεριζωμένους «τουρκομερίτες» αλλά και κείνους της Ανατολικής Ρωμυλίας παίρνοντας μια βαθιά κοσμοπολίτικη επί της ουσίας χροιά.
Μεγάλωσα λοιπόν σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Η Αλεξανδρούπολη ήταν τότε μια αστική πόλη και κατόπιν υπαλληλική. Ο πατέρας μου, ηλεκτρολόγος το επάγγελμα, είχε καταδικαστεί σε θάνατο διά απαγχονισμού στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής και τον χάσαμε για έναν χρόνο. Το 1943 αυτά. Επέζησε όμως και έφτασε τα 97 έτη. Στο σπίτι μας δεν υπήρχαν βιβλία. Η μάνα μου λ.χ. έλεγε δεν χρειαζόμαστε εγκυκλοπαίδεια, θα πάθεις κήλη”. Το έλεγε γιατί τότε είχε κυκλοφορήσει η πολύτομη και ασήκωτη εγκυκλοπαίδεια του “Πυρσού”. Βιβλία έβρισκα από τους συμμαθητές μου, παιδιά δικηγόρων και γιατρών, που είχαν βιβλιοθήκες στα σπίτια τους. Από μικρός όμως αγαπούσα πάρα πολύ το θέατρο.
Στο σχολείο άρχισα να επινοώ και να γράφω τα πρώτα μου σκετσάκια. Η μάνα μου έλεγε “o κόσμος πηγαίνει στο θέατρο και τα αφήνει όλα εκεί, εμείς τα φέρνουμε και στο σπίτι μας”. Έπειτα δούλεψα και στα θέατρα. Με ενδιέφερε πολύ όμως και ο κινηματογράφος. Εγώ, λόγω ακριβώς του επαγγέλματος του πατέρα μου, είχα πρόσβαση σε όλες τις κινηματογραφικές προβολές, κατάλληλες και ακατάλληλες. Λέγανε “παιδί είναι, δεν καταλαβαίνει”. Ήταν τότε που το ακατάλληλο έργο το έλεγαν “ρεαλιστικό” και όποτε το έβλεπα αυτό ήμουν σίγουρος ότι ακολουθεί κομπινεζόν.
Η Αλεξανδρούπολη σαν πόλη καινούργια διέφερε παντελώς. Θαυμαστή ρυμοτομία, δρόμοι ίσιοι χωρίς πλατείες αλλά με τεράστιο ατού την θάλασσα που της χάριζε σπάνια προνόμια καλοκαιρινά κι όχι μόνο. Σαν «Ντεντέ-αγάτς» την ξέρανε οι προ του 1920 χάρτες (δέντρο του παππού) προτού δηλαδή πάρει το όνομα από τον βασιλιά Αλέξανδρο της δυναστείας Γλύξμπουργκ.
Η αφεντιά μου έζησε τους μετεμφυλιακούς καιρούς της, τότε που προσπαθούσε να κρατήσει το φρόνημά της, που το χαρακτήριζε η αυτοπεποίθηση και η αξιοσύνη των προσφυγικών καταβολών. Κι ενώ ο Εβρος, του οποίου ήταν πρωτεύουσα, φόβιζε τον δημοσιοϋπαλληλικό οίστρο της υπόλοιπης Ελλάδας, εμείς οι Εβρίτες απολαμβάναμε μια εξόχως διαφορετική ζωή –τώρα κυρίως το διαπιστώνω– ξεδιπλώνοντας τις αρετές, που μας κληροδότησε η ανάγκη να στήσουμε εκ νέου τις ζωές μας και μάλιστα… εν θριάμβω».


*** Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Εκτός από μυθιστορήματα έγραψε βιβλία και θεατρικά έργα για παιδιά, καθώς και θέατρο. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος (είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ) σε εφημερίδες και στο ραδιόφωνο. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του μυθιστορήματα είναι: Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα (1984), Το πεθαμένο λικέρ (1987), Το ροζ που δεν ξέχασα (1991), Η εποχή των καφέδων (1992), Το τρένο με τις φράουλες (1996), …Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες (1998), Ο Τούρκος στον κήπο (2001), Το τανγκό των Χριστουγέννων (2003), Ο θείος Τάκης (2005), Του φιδιού το γάλα (2007), Κωνσταντινούπολη – των ασεβών μου φόβων (2008) και Δεσποινίς Πελαγία (2010).Βιβλία του έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ζει στην Αθήνα