“Να πιστοποιηθούν οι εγχώριες ποικιλίες του σκόρδου”

“Να πιστοποιηθούν οι εγχώριες ποικιλίες του σκόρδου”

Μέσα από οργανωμένες δράσεις και στοχευμένες πολιτικές παρεμβάσεις περνάει η επόμενη μέρα για την παραγωγή σκόρδου. Σύμφωνα με τους εμπλεκόμενους με την καλλιέργεια και τη μεταποίησή του, αυτή την στιγμή, αγκάθι για την ανάπτυξη της παραγωγής αποτελεί η έλλειψη πιστοποιημένου ελληνικού σπόρου αλλά και οι αθρόες κατά περιόδους εισαγωγές –μια και οι ανάγκες δεν καλύπτονται από τη ντόπια παραγωγή– από την Κίνα και την Ισπανία.

Τα τελευταία χρόνια, η καλλιέργεια σκόρδου στην χώρα μας παρουσιάζει ανοδική τάση, με τη Λάρισα και τη Βύσσα στην Ορεστιάδα να αποτελούν τις δύο σημαντικότερες παραγωγικές περιοχές. Με τους παραγωγούς αυτούς συνεργάζεται και η εταιρεία τροφίμων Campus ΑΕΒΕ (με έδρα τον Πλατύκαμπο, του Δήμου Κιλελέρ), η οποία, μεταξύ άλλων, ασχολείται με τη μεταποίηση του προϊόντος. «Η πρώτη ύλη της εταιρείας μας είναι από Έλληνες παραγωγούς», μας λέει ο Βασίλης Μακατός, υπεύθυνος πωλήσεων της εταιρείας. Το τελικό προϊόν «προορίζεται τόσο για την εγχώρια όσο και τη διεθνή αγορά, σε χώρες όπως ο Καναδάς, η Κύπρος, η Βόρεια – Κεντρική Ευρώπη κ.ά».

Στην Ελλάδα καλλιεργούνται περίπου 12.500 στρέμματα, με συνολική παραγωγή 9.700 τόνους ξηρών βολβών (πηγή: Στατιστική υπηρεσία ΥΠΑΑΤ, 2010). Οι κυριότερες περιοχές παραγωγής σκόρδου είναι η Θράκη, η Εύβοια και η Πελοπόννησος, ενώ υπάρχουν αρκετοί τοπικοί πληθυσμοί και ποικιλίες που καλλιεργούνται σε συγκεκριμένες περιοχές, π.χ. σκόρδο Νέας Βύσσας, Τρίπολης, Πλατύκαμπου, Εύβοιας κ.λπ.

Σε ερώτησή μας αν η ελληνική παραγωγή σκόρδου είναι ικανή να καλύψει την εγχώρια κατανάλωση, ο κ. Μακατός απάντησε αρνητικά. Τόνισε, μάλιστα, ότι «λόγω της ζήτησης, προσπαθούμε να ενθαρρύνουμε την στρεμματική αύξηση της καλλιέργειας, άρα και την παραγωγή. Η τάση, ωστόσο, είναι ανοδική, τόσο στη Λάρισα, όσο και την υπόλοιπη χώρα». Και ο ίδιος τονίζει αυτό που ήδη γνωρίζουν όσοι εμπλέκονται με τον κλάδο: «Οι περισσότερες εταιρείες που μεταποιούν σκόρδο εισάγουν από Κίνα και Ισπανία. Μάλιστα, από την Ισπανία εισάγουν μεταποιημένο το προϊόν, ενώ από την Κίνα την πρώτη ύλη, δηλαδή το σκόρδο, και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες».

Απαντώντας σχετικά με τις εισαγωγές σκόρδου, και ενώ θα περίμενε κανείς να ακούσει πως το κινέζικο είναι πολύ φθηνότερο, ο κ. Μακατός μάς κάνει γνωστό ότι «τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεγάλη αύξηση των τιμών του σκόρδου λόγω μεγάλης μείωσης της παραγωγής του. Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι η Κίνα αποτελεί τη νούμερο ένα παραγωγό χώρα, σημειώνεται μείωση των στρεμμάτων της. Αυτό οφείλεται στα εδάφη τους. Το σκόρδο έχει μια ιδιαιτερότητα. Δεν μπορεί μια καλλιέργεια να γίνεται συνεχώς στα ίδια εδάφη. Είναι μια καλλιέργεια που πρέπει να εναλλάσσεται με άλλες. Αυτό πρέπει να το προσέξουμε και στην Ελλάδα».

Η επέκταση της καλλιέργειας στη χώρα μας μπορεί ­–και πρέπει– να γίνει με ελληνικούς σπόρους, όχι κινεζικούς ή ισπανικούς. Για να γίνει, όμως, αυτό χρειάζεται πιστοποίηση, η οποία δεν υπάρχει, όπως μας λέει ο κ. Μακατός. «Υπάρχουν ντόπια σπόρια, τόσο στη Λάρισα όσο και στη Βύσσα που έχουν ισχυρά ποιοτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τα εισαγόμενα. Για να υπάρξει πιστοποίηση, όμως, θα πρέπει να γίνουν οργανωμένες συλλογικές δράσεις σε συνεργασία με το ΥπΑΑΤ. Αξίζει το εγχείρημα. Υπάρχει προοπτική και μέλλον».

Η μεταποίηση στόχος του Συνεταιρισμού στη Βύσσα

Με το νωπό σκόρδο ξεκινάει τις επόμενες ημέρες η συγκομιδή στη Βύσσα, μετέφερε στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Παραγωγής Επεξεργασίας Εμπορίας Σκόρδου Βύσσας, Αναστάσιος Γιακμογλίδης. «Αποτελεί περίπου το 20% της συνολικής παραγόμενης ποσότητας σκόρδου. Με εξαίρεση τον παγετό του χειμώνα, που προκάλεσε απώλεια της τάξης του 5%-10%, δεν παρουσιάστηκαν προβλήματα, τα σκόρδα αναπτύσσονται ομαλά και η συγκομιδή εκτιμούμε ότι θα είναι καλή». Οι απώλειες από τον παγετό κινούνται σε φυσιολογικά πλαίσια, καθώς πρόκειται για καλλιέργεια εκτεθειμένη στην ύπαιθρο, με μεγάλο βιολογικό κύκλο.

Η συγκομιδή για το επώνυμο ξηρό σκόρδο της Βύσσας γίνεται τον Ιούνιο και αναμένεται να έχει καλή παραγωγή, αν δεν αλλάξουν τα καιρικά δεδομένα. Η εκτάσεις καλλιέργειας φτάνουν φέτος τα 3.000 στρέμματα. Σύμφωνα με όσα αναφέρει στην «ΥΧ» ο κ. Γιακμογλίδης, «τα 22 μέλη του Συνεταιρισμού καλλιεργούν 400 στρέμματα ξηρού σκόρδου και το χλωρό αντιπροσωπεύει τα 50. Από τα στρέμματα που αφήνουμε για ξηρό σκόρδο, μπορούμε να διαθέσουμε και για χλωρό εάν υπάρξει ενδιαφέρον, απλά χρησιμοποιούμε μια πρωιμότερη ποικιλία χλωρού, που βοηθάει να βγούμε συντομότερα στις αγορές». Από τους 22 παραγωγούς, οι τέσσερις είναι βιοκαλλιεργητές.

Ο Συνεταιρισμός ασχολείται με την αποφλοίωση του προϊόντος. «Στα σχέδιά μας βρίσκεται και η συνεργασία με στόχο τη μεταποίηση, με την έννοια να προμηθεύουμε την πρώτη ύλη σε κάποιον που επιθυμεί να μεταποιήσει». Το σκόρδο Βύσσας πηγαίνει σε μεγάλες ελληνικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ και μικρές ποσότητες εξάγονται σε Βουλγαρία και Κύπρο, ενώ υπάρχουν επαφές και με τη Γερμανία.

Οι τιμές εκτιμάται ότι θα κινηθούν στα περσινά επίπεδα. «Οι παραγωγοί του Συνεταιρισμού πήραν πέρυσι τιμή αντάξια της προσπάθειας και του κόστους παραγωγής, 2,25 ευρώ/κιλό. Τις προηγούμενες χρονιές η μέση τιμή ήταν στο 1,40 -1,50, που δεν κάλυπτε ούτε το κόστος παραγωγής», μεταφέρει ο κ. Γιακμογλίδης.

Πέρυσι, η μέση στρεμματική απόδοση ήταν 600 κιλά/στρέμμα, αλλά η φετινή αναμένεται να είναι 1.000 κιλά/στρέμμα.

Μ. Αμπατζή