Ένα νέο βιβλίο κυκλοφόρησε εδώ και ένα μήνα η εβρίτισσα Ευσταθία Ματζαρίδου, με τίτλο: “Το μανταρίνι”, οκτώ χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου της βιβλίου που ήταν το μυθιστόρημα «Ένας κόμβος όλα» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) και κυκλοφόρησε το 2009 λαμβάνοντας θετικές κριτικές.
Η Ευσταθία Ματζαρίδου γεννήθηκε το 1962 στην Ορεστιάδα. Το 1985 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας). Συνέχισε τις σπουδές της στην Ψυχολογία και τη Συμβουλευτική Οικογενειών στη Γερμανία, όπου έζησε και εργάστηκε επί χρόνια. Από το 2006 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Λίγα λόγια για το “μανταρίνι”
Θεσσαλονίκη. Πριν 33 χρόνια. Χειμώνας. Κάθε πρωί Σαββάτου στις 7 έκανα μάθημα γερμανικών σε ένα 12χρονο, που μάθαινε γερμανικά για να μπει στη Γερμανική Σχολή. Εγώ του έκανα μόνο λεξιλόγιο(τα γερμανικά μου ήταν μόλις ενός έτους), κρατούσα το τετράδιο και ρωτούσα απλώς λέξεις. Άλλος του έκανε γραμματική, άλλος προφορά. Και πολλοί άλλοι του έκαναν μάθημα σε όλα τα μαθήματα. Στο τέλος της ώρας έπαιρνα την αμοιβή μου από μια ψωμιέρα ψάθινη που ήταν γεμάτη με πενηντάρικα και κατοστάρικα. Όλοι όσοι κάναμε ιδιαίτερα στο 12χρονο θα μπορούσαμε να κάνουμε σωματείο. Έφευγα εγώ, έμπαινε άλλος. Όλες οι ώρες του εκτός σχολείου ήταν σχεδόν ώρες ιδιαίτερων μαθημάτων.
Το παιδί το έβρισκε φυσιολογικό και σωστό και ήταν ένα παιδί ζωντανό και σχεδόν σοφό, είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και είχε διαβάσει τα πάντα. Μια ανάλυση του Μαρωνίτη για την Ιλιάδα στη βιβλιοθήκη του την είχε διαβάσει. Εγώ, που ήμουν δευτεροετής της Φιλοσοφικής και δυσκολευόμουν να κατανοήσω τις αναλύσεις του Μαρωνίτη, το θαύμαζα. Αυτό αντιλαμβανόταν το θαυμασμό μου και με περιφρονούσε. Εκτός από τα διαβάσματά του μου αράδιαζε τα οικογενειακά τους ταξίδια στο εξωτερικό με τη BMW τους. Μια μεγάλη μαύρη BMW. O πατέρας του ήταν μεγαλογιατρός στο ΑΧΕΠΑ και η μητέρα του γιατρός του ΙΚΑ(εκεί με ψάρεψε η μητέρα, είχα πάει για μια ωτίτιδα).
Το ψωμί τους όμως ήταν μετρημένο, το ίδιο και τα ρούχα τους. Ο μικρός φορούσε πάντα τα παντελόνια του αδερφού του που τα έκοβε η μητέρα του στο σωστό μήκος. Έπαιρνε το ψαλίδι και το κανόνιζε μόνη της, δεν θα έδινε ποτέ λεφτά σε μοδίστρα. Και το σπίτι δεν μύριζε ποτέ φαγητό, ποτέ γλυκό, ούτε και με τράταρε ποτέ κάτι. Μόνο μια φορά με κάλεσε στη σκοτεινή κουζίνα, που δεν είχε ούτε παράθυρο ούτε φωταγωγό και με ρώτησε πώς βλέπω το μικρό και με κέρασε μπομπότα.
Ένα Σάββατο, πριν πάω στο μάθημα, πέρασα από την κεντρική αγορά, αγόρασα μανταρίνια κι άλλες λιχουδιές και οπωσδήποτε παστουρμά και ψωμί από ένα φούρνο στην Αριστοτέλους. Εκείνος ο παστουρμάς και εκείνο το ψωμί ήταν τότε απ’ τις καλύτερες νοστιμιές της ζωής μου. Χρόνια στην Κολωνία δοκίμασα όλους τους παστουρμάδες των Τούρκων. Ο παστουρμάς εκείνος παραμένει ασυναγώνιστος. Χτυπάω, λοιπόν, το κουδούνι και με υποδέχεται το παιδί ζωντανό, χαρούμενο και με περιπαιχτικό ύφος πάντα. Του δίνω ένα μανταρίνι. Το παίρνει, ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, πού το βρήκατε, μου λέει, βγήκαν τα μανταρίνια; – Ήταν μέσα Δεκέμβρη, το θυμάμαι καλά, σε μια βδομάδα έκλεινε η Σχολή- κι αρχίζει να το πετά στον αέρα χοροπηδώντας. Από τότε ανέβηκα στην εκτίμησή του.
Newsroom: Καριοφυλλιά Τερ.