Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης: Πάντα μου αρέσει να πηγαίνω στο χωριό μου

Πάντα μου αρέσει να πηγαίνω στο χωριό μου.
Εστω και για λίγες ώρες, για ένα πρωϊνό ή για ένα απόγευμα όταν τα χρώματα της αμφιλύκης πυρπολούν τον ορίζοντα.
Εικόνες ίδιες, νέες αλλά και παλιές…
Μαζεύουν στιγμές από το τότε, το σήμερα και το αύριο.
Βιώνουν τον χρόνο, τον ατελεύτητο και καταφάσκουν την ύπαρξη.
Με τις ψευδαισθήσεις της, σειρά-σειρά ανακατωμένες.
Δεξιά μου, αιώνες τώρα, κυλάει ο Εβρος…
Πότε ήρεμος, πότε θυμωμένος, αλλά πάντα εκεί…
Πόσα δεν θα έδινα να μπορούσα να κάνω ένα σάλτο και να περάσω απέναντι…
Κάπου εκεί κοντά, θα κόβει βόλτες ο παππούς μου.
Θα ψάχνει για τ’ αμπέλι του..
Τέτοιον καιρό, τρυγάνε στη Θράκη.
Εβλεπα τα ηλιοτρόπια στον κάμπο του Διδυμοτείχου, εκεί που την τελευταία φορά ήταν όλα πλημμυρισμένα και έλεγες πως δεν υπάρχει ελπίδα..
Και να, ένα θαύμα ζωής, που επανέρχεται για να διαψεύσει τους απαισιόδοξους.
Και τα καβάκια στον ποταμό, που ήταν γυμνά σαν ξεραμένα για να κοροϊδέψουν το χειμωνιάτικο θάνατο, τώρα με τις πυκνές φυλλωσιές τους παιχνιδίζουν με το ελαφρό αεράκι.
Σαν να λένε, πως του την έφεραν και εφέτος του ξυλοκόπου.
Ποιός νοιάζεται για του χρόνου;

Αριστερά μου, προβάλει το Κάστρο του Διδυμοτείχου….
Με την μεγαλοπρεπή αίσθηση του Βυζαντίου.
Ξύνει πληγές, φέρνει μνήμες, ζητάει υποσχέσεις.
Αυτός ο τόπος είναι ιερός.
Αγιασμένος…
Ποτισμένος με αίμα.
Ποιός να τολμήσει να τον εγκαταλείψει;
Αν σταματήσεις για λίγο και ρίξεις μια έντονη ματιά μπορεί ίσως και να διακρίνεις τη σημαία με το δικέφαλο να κυματίζει στις πολεμίστρες…

Τα βράδυα, αν περπατήσεις δίπλα στο Κάστρο, ίσως ακούσεις τον θόρυβο από τις «πέτρες που κυλάνε οι πεθαμένοι» για να στεριώσουν τα τείχη.
Για τους επερχομένους…

Καθώς άφηνα πίσω μου την Πόλη των Κάστρων και ενώ μ’ είχαν μαγέψει τα χρώματα του δειλινού, θυμήθηκα πως κάπου εκεί μας είχε αφήσει μια παραμονή Χριστουγέννων το λεωφορείο γιατί δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο από το χιόνι…Και εμείς μαθητές της Δευτέρας Γυμνασίου, αποφασίσαμε, μες τη χιονοθύελλα, να πάμε στο χωριό, με τα πόδια.
Προσπαθώ να συγκεντρώσω κάπου όλες τις τρέλες που κάναμε μικροί.
Γράφω-γράφω και τελειωμό δεν έχουν.
Υστερα σκέφτομαι, πως με τόσα που περάσαμε, μάλλον από τύχη τη βγάλαμε καθαρή! Τη σκαπουλάραμε, με άλλα λόγια!
Κάτι είναι και αυτό!
Τότε, δεν το είχαμε σκεφτεί. Δεν λογαριάζαμε και τον κίνδυνο! Οταν είσαι νέος, νιώθεις αθάνατος…..
Στο πατρικό μου σπίτι η μάννα μου ανακαίνισε τον παλιό μας φούρνο. Μάζεψε και όλα τα σύνεργα. Τσαπιά, δρεπάνια, τμήματα από αργαλειό, μπακίρια, κόσκινα, αλέτρι, κάπου πήρε το μάτι μου και μια πυροστιά. Μη της πείς κουβέντα για να τα πετάξει. Γίνεται θηρίο! Μέρος της ζωής της είναι, γίνεται να τα εγκαταλείψει; Χρόνια τώρα δεν μπορώ να το εξηγήσω πως το καταφέρνει.
Η ροδακινιά μπροστά στη βρύση ήταν γεμάτη ροδάκινα. Εχει καρφωθεί στο μυαλό μου η ιδέα ότι τα δέντρα στα εγκαταλελειμμένα σπίτια για να εκδικηθούν τους ιδιοκτήτες τους, που τ’ άφησαν απεριποίητα, καρπίζουν καλύτερα! Ισως και να θέλουν να τους παρακινήσουν να επιστρέψουν. Για να δούν τι χάνουν….ή και για να μας βγάλουν άχρηστους, ποιός ξέρει; Περιττές οι φροντίδες μας, η μάνα φύση έχει τον δικό της τρόπο.
Τα λελέκια έφυγαν πιά.
Το καλοκαίρι τελείωσε.
Οι μέρες μικραίνουν.
Οι νύχτες μεγαλώνουν.
Το Φθινόπωρο έρχεται.
Οι γύρω λόφοι μου φαίνεται πως χαμήλωσαν.
Οταν ήμουν παιδί, φάνταζαν σαν βουνά.
Ισως. Θα είχαν τον λόγο τους. Οσο μεγαλύτερα εμπόδια ξεπερνάς, τόσο μεγαλύτερη δύναμη παίρνεις για να συνεχίζεις.
Στην εκκλησία πάλι είχαν μνημόσυνο.
Δεν με θλίβει πιά.
Από τότε που έφυγε ο μπαμπάς μου, δεν τα φοβάμαι τα μνημόσυνα….Ευκαιρία για θύμησες…
Βλέπω τα πρόσωπα των συγχωριανών μου. Πρόσωπα γανιασμένα. Σκαμένα από την ταλαιπωρία. Μερικούς ντρέπομαι που δεν τους αναγνωρίζω. Ο άτιμος ο χρόνος….Ο ανίκητος.
Αυτοί δεν θα φύγουν ποτέ από το χωριό.
Ομως, είναι και μερικοί νεώτεροι, που αγόρασαν χωράφια και καλλιεργούν τη γή. Και αρχίζουν να παράγουν, όπως παλιά. Ηλιοτρόπια, ρεβύθια, φακές, σουσάμι και άλλα πολλά!
Τους χαίρομαι και τους καμαρώνω! Δεν είναι εύκολο να ζείς από τη γή. Ομως, αξίζει να το κάνεις επειδή ακριβώς είναι δύσκολο. Αρκεί να μην πηγαίνει χαμένος ο κόπος από τις αναποδιές.
Το Σάββατο το βράδυ πήγα στο Διδυμότειχο. Το Διδυμότειχο είναι η εφηβία μου. Μ’ αρέσει να περπατάω στα στενά σοκάκια. Να περνάω από τον δρόμο που έμενα μαθητής. Να ξαναβλέπω το Γυμνάσιο. Να κάνω μια βόλτα γύρω από το Κάστρο. Να θυμάμαι τραγούδια, εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις, στιγμές, αισθήματα, γέλια, χαρές, χτυποκάρδια….
Και όνειρα…..
Απο κάποιο σπίτι ακούγονταν, ραγισμένη, η φωνή του Μητροπάνου «δυο νύχτες ανταμώσανε πάνω στα όνειρά μας…»
(24 Σεπτεμβρίου 2015)

Ποιός είναι ο Κώστας Τριανταφυλλάκης

Ο Κώστας Τριανταφυλλάκης γεννήθηκε στο Ασημένιο Έβρου. Τελείωσε το Γυμνάσιο Διδυμοτείχου. Το 1975 ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στην Πάντειο. Το 1979 μετέβη στη Νέα Υόρκη για μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά και πολιτικές επιστήμες (Μaster) και Διεθνείς Σχέσεις (Διδακτορικό). Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1990. Εργάζεται ως Σύμβουλος Επιχειρήσεων σε θέματα marketing και επικοινωνίας. Έργα του: «Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει» (2012), «Ημερολόγια χαρμολύπης» (2014), «Μια άλλη ευκαιρία» (2017).