Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης: Χριστούγεννα στο χωριό την δεκαετία του ’60

Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης: Χριστούγεννα στο χωριό την δεκαετία του ’60

 

 

 

Του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλάκη*

 

Το χωριό μας ήταν μικρό. Όλοι, λίγο-πολύ, είχαμε κάποια συγγένεια μεταξύ μας και γνωριζόμασταν καλά . Στις αρχές της δεκαετίας του 60 οι δυσκολίες ήταν πολλές, όμως έρχονταν οι γιορτές που άλλαζαν την όψη του χωριού και η ζωή μας ομόρφαινε. Αντιμετωπίζαμε τις δυσκολίες της ζωής, με την αναμονή της επόμενης γιορτής! Η προσδοκία της χαράς, βάλσαμο είναι στις δυσκολίες.

Τα Χριστούγεννα ήταν η πιο αγαπημένη μας γιορτή. Εκείνες τις μέρες οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα και όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, κάτι είχαν να χαρούν. Οι δρόμοι μοσχοβολούσαν. Οι φούρνοι έψηναν αδιάκοπα φρέσκο ψωμί, γλυκά και ανατολίτικα φαγητά γεμάτα μπαχάρια. Απ’ όποιο σπίτι και αν περνούσες κάτι θα είχαν να σε φιλέψουν. Ένα κομμάτι αχνιστό ψωμί, ένα κουλουράκι, λίγο μπακλαβά ή κανταΐφι, κάστανα, καρύδια ή αμύγδαλα, μήλα και πορτοκάλια, σύκα και σταφίδες!

Θυμάμαι πώς χιόνιζε πολύ εκείνα τα χρόνια. Αν, όμως, χιόνιζε τα Χριστούγεννα, αυτό ισοδυναμούσε με οικονομική καταστροφή! Τα κάλαντα, η μεγαλύτερη επιχειρηματική μας δραστηριότητα, που μας εξασφάλιζε τα έξοδα για το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου, χρεοκοπούσε. Και εμείς για τα κάλαντα, κυρίως, περιμέναμε τα Χριστούγεννα!

Οι προετοιμασίες άρχιζαν από τον Σεπτέμβριο. Ήμασταν περιζήτητοι στις παρέες που σχηματίζονταν για δύο πολύ σοβαρούς λόγους. Πρώτα – πρώτα ήμασταν καλοί μαθητές και όλοι ήθελαν να έρθουν μαζί μας, μια και έτσι θα τους βοηθούσαμε και στα μαθήματα, αφού πια θα ήμασταν συνέταιροι. Και δεύτερο η παρέα βοηθούσε τον παπα-Στέφανο στο ιερό. Οι χωριανοί μας το θεωρούσαν ασέβεια να πηγαίναμε στο σπίτι τους και να μην μας έδιναν ο,τι καλύτερο είχαν. Γιατί έτσι και μάθαινε ο παπά-Στέφανος πως κάποιος δεν μας άνοιξε, αλλίμονό του! Όχι μόνο αρνιόταν να κοινωνήσει ολόκληρη την οικογένεια, αλλά τους κατσάδιαζε δριμύτατα μετά τη Λειτουργία, λίγο πριν μοιράσει το αντίδωρο για αυτή τους την απρέπεια. Και τους έκανε ρεζίλι τους ανθρώπους για μερικές δεκάρες, γιατί δεν μας έδιναν και περισσότερα.

Πηγαίναμε ακόμα και στα σπίτια που οι άλλες παρέες δεν τολμούσαν ούτε να πλησιάσουν. Οι συγχωριανοί μας το ήξεραν αυτό και πολλές φορές, όταν ο καιρός ήταν άσχημος περίμεναν μέχρι τα μεσάνυχτα! Άλλωστε στο χωριό ήταν κακό σημάδι να μην πηγαίνουν τα παιδιά να ψάλλουν τα κάλαντα σε κάποιο σπίτι.

Στα αρχοντικά λέγαμε τα κάλαντα δυό και τρεις φορές μέχρι το βράδυ! Βέβαια για να μην μας πάρουν χαμπάρι πηγαίναμε διαφορετικοί κάθε φορά! Αυτό, κατά πως το εξηγούσε ο παπα-Στέφανος, δεν ήταν και μεγάλη αμαρτία, γιατί εμείς ήμασταν παιδιά και εκείνοι είχαν να μας δώσουν! Πάντως για καλό και για κακό την άλλη μέρα μας διάβαζε μια ευχή για να μας συγχωρέσει ο Θεός! Ο παπα-Στέφανος είχε λύσεις για όλα!

Φαντάζεστε τώρα πως μας δεχόταν στα σπίτια που είχαμε την αποκλειστικότητα. Όταν χαλούσε ο καιρός οι γιαγιάδες ερχόταν δυο-τρεις μέρες πριν να μας το θυμίσουν. Μερικές φορές για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον μας έλεγαν και τι θα μας φίλευαν. Και εμείς οι διάβολοι κάναμε τους δύσκολους, αν δεν ήμασταν ευχαριστημένοι από την επίσκεψη του περασμένου χρόνου.

Στο σπίτι της κυρά-Λαμπρινής που έμενε μόνη της στην άκρη του χωριού, δεν επιτρέπαμε σε κανένα άλλο να πλησιάσει. Γιατί η κυρά-Λαμπρινή έκανε τα καλύτερα κουλουράκια στο χωριό! Όπως ήταν ζεστά τα βουτούσε στο μέλι και στη συνέχεια τα άφηνε να παγώσουν! Έτσι, όπου και να βρισκόμασταν, όταν πεινούσαμε, περνούσαμε από το σπίτι της. Μάλιστα για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα πήγαινε κανένας άλλος εκεί, έδενα στην αυλόπορτά της το μεγάλο λυκόσκυλο που τη φύλαγε που έτσι και δεν σε ήξερε δεν σε άφηνε να περάσεις ούτε από δέκα μέτρα μακρυά.

Η κυρά-Λαμπρινή με αγαπούσε ιδιαίτερα, χωρίς να έχουμε καμιά συγγένεια. Τη λυπόμουν που έμενε μόνη της χωρίς κανένα δικό της άνθρωπο στο χωριό και την ανέλαβα… υπό την προστασία μου! Το καλοκαίρι της πήγαινα κρύο νερό με το σταμνί, σκάλιζα τον κήπο, άναβα το καντήλι στο εικονοστάσι, ενώ το Χειμώνα έκοβα τα ξύλα και καθάριζα το χιόνι. Αυτές τις δουλειές τις θεωρούσα δικές μου και θύμωνα πολύ, άν πήγαινε να την βοηθήσει κάποιος άλλος. Η κυρά το είχε καταλάβει και δεν δεχόταν βοήθεια από κανέναν.

Το μεγάλο, όμως, μυστικό που ήξερα μόνο εγώ ήταν τα γράμματα που έγραφα στον μοναχογιό της, τον Mr. George που έλλειπε καμιά δεκαπενταριά χρόνια στην Αμερική και όπως έλεγαν οι συγχωριανοί είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, αν και η κυρά πάντα ήλπιζε πως μια μέρα θα γυρίσει. Κάθε φορά που του έγραφα γράμμα έλεγε να συμπληρώνω στο τέλος “όταν έλθεις με το καλό να μην ξεχάσεις τα δώρα του Κωστάκη”. Αμάν πια αυτά τα δώρα. Είχα απελπιστεί να τα καρτεράω. Έτσι στο τελευταίο γράμμα, δεν ανέφερα λέξη για τα δώρα μου! Χαμένος κόπος ήταν. Αυτός την μάννα του είχε ξεχάσει, εμένα θα θυμότανε;
Είναι αλήθεια ότι κατά βάθος, δεν ήθελα να γυρίσει ο Mr. George! Ώρες ώρες, όταν έβλεπα την κυρά Λαμπρινή να παιδεύεται χωρίς να βαρυγκομάει τον μισούσα κιόλας! Έτσι, αν ήταν μπροστά μου θα του ‘ριχνα καμιά γροθιά στη μύτη!

Εμείς, όπως πάντα, ξεκινούσαμε τα κάλαντα από το σπίτι του παπα-Στέφανου για να πάρουμε την ευλογία του. Αυτός έβαζε τα πρώτα χρήματα στον κουμπαρά, τον σταύρωνε και μας έβγαζε μέχρι την αυλή του. Μετά τον παπα-Στέφανο όλη η παρέα γραμμή για το σπίτι της κυρά Λαμπρινής για τα κουλουράκια με το μέλι, να δυναμώσουμε κιόλας.
Στην παρέα μας πήραμε για πρώτη φορά και το Σπίθα, που το μυαλό του μόνο στο φαΐ ήταν. Για να τρώει τα γλυκά που μας έδιναν. Πέρυσι τα πετάγαμε και ο παπα-Στέφανος μας μάλωσε πολύ όταν το έμαθε, “δεν πετάνε τα δώρα του Θεού”, είπε νευριασμένος. Έτσι πήραμε τον Σπίθα για να τα τρώει.

Σαν φτάσαμε έξω από το σπίτι της κυρά-Λαμπρινής βλέπουμε ένα ψηλό άντρα με κάτι πολύχρωμα ρούχα, γραβάτα και καπέλο να κοιτάζει περίεργα το σπίτι. Ο σκύλος γρύλλιζε, σημάδι πως δεν ήταν απ’ το χωριό. Άσε που φορούσε και γραβάτα! Και στο χωριό ξέραμε ποιοί φορούσαν γραβάτα! Ο πρόεδρος και ο δάσκαλος και αυτό μόνο άμα ήταν καμιά μεγάλη γιορτή. Κρυφτήκαμε πίσω από τα χιόνια και παρακολουθούσαμε. Ο ξένος συνέχισε να κοιτάει περίεργα το σπίτι της κυράς σαν να έψαχνε κάτι.

“Κλέφτης είναι” πετάγεται ο Σπίθας που διάβαζε πολύ Γιώργο Θαλάσση και ήξερε από παρακολουθήσεις, “έμαθε πως η κυρά είναι μόνη και ήρθε να την κλέψει”, συμπλήρωσε.

Δεν θέλαμε και πολύ για να ορμήσουμε. Λύνω εγώ το σκύλο, ορμάει ο Σπίθας του δίνει μια κουτουλιά στο στομάχι και τον έριξε κάτω. Μέχρι να καταλάβει τι τον βρήκε, ήμασταν από πάνω του και εγώ τον κρατούσα σφικτά απ’ τη γραβάτα. Πολύ την ευχαριστήθηκα εκείνη τη στιγμή!

Απ’ τα γαβγίσματα του σκύλου και τις θριαμβευτικές μας κραυγές, που κατατροπώσαμε τον κλέφτη, βγήκε έξω η κυρά. Μόλις βλέπει τον «κλέφτη» στα μαύρα του τα χάλια, διπλωμένος στα δύο από την κεφαλιά του Σπίθα, με τη γραβάτα τσαλακωμένη, το σακάκι του σκισμένο, έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή: “Γιώργη μου, κανακάρη μου, σπλάχνο μου. Γύρισες!”.

Δεν προλάβαμε να ακούσουμε τίποτα άλλο. Εξαφανιστήκαμε αμέσως. Πήγαμε και κρυφτήκαμε στο υπόγειο του σπιτιού μου. Μείναμε όλη τη μέρα στο υπόγειο βλασφημώντας την κακή μας τύχη. Ακούγαμε τα άλλα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα στο σπίτι μου και κοιτούσα με παράπονο το δικό μας κουμπαρά που θα έμεινε μόνο με το τάληρο που μας έδωσε ο παπα-Στέφανος!

Το βράδυ όταν όλοι πήγαν για τα συγχαρίκια στη κυρά βγήκαμε με προσοχή απ’ το υπόγειο. Ανέβηκα γρήγορα -γρήγορα στο δωμάτιό μου και κρύφτηκα μεσ’ τις κουβέρτες περιμένοντας στωικά να επιστρέψουν οι δικοί μου και να αρχίσουν τα πειράγματα. Ασε που φοβόμουνα μη μου τις βρέξουνε για τις αστυνομικές μου επιδόσεις.

Δεν ξέρω πόσος χρόνος είχε περάσει όταν άκουσα χτυπήματα στην πόρτα. Προσποιήθηκα ότι κοιμάμαι και δεν άνοιγα. Μα όταν ήρθε ο παππούς δεν άντεξα και άνοιξα. Ήλπιζα στη συμπαράστασή του. Δεν θα με εγκατέλειπε ο παππούς, σε μια δύσκολη ώρα. Ανοίγω τη πόρτα και βλέπω μπροστά μου τον Mr. George. Δεν φανταζόμουν αυτό το …χουνέρι από τον παππού. Χώθηκα κάτω απ’ το κρεβάτι και δεν έβγαινα έξω με τίποτα. Τότε ήρθε αυτός κοντά στο κρεβάτι και μου λέει “έλα έξω Κώστας, μην ντρέπεσαι”. Τα είχε πει λίγο παράξενα, αλλά ούτε που μ’ ένοιαξε. Μου έκαμε εντύπωση που με φώναξε «Κώστας». Πρώτη φορά άκουσα να με φωνάζουν έτσι. Όλοι με έλεγαν Κωστάκη. Αυτό μ’ άρεσε! Και από τότε τον συμπάθησα τον Mr. George! Για αυτό τον λόγο μόνο!

Όταν μπήκαμε στο σαλόνι δεν πίστευα στα μάτια μου μ’ αυτά που έβλεπα. Δεν ήξερα αν ήταν αλήθεια ή ονειρευόμουνα. Τρεις πολύ μεγάλες κούτες γεμάτες δώρα! Πλημμύρισε το σαλόνι! Ποτέ μου δεν είχα δει τόσα πολλά δώρα! Έμεινα εκεί και τα κοίταζα όλη νύχτα! Φοβόμουν ακόμα και να τ’ αγγίξω!

Το πρωί ήρθε πάλι ο Mr. George με την κυρά. Πρώτη φορά στη ζωή μου την είδα χωρίς μαύρα. Μου έδωσε ένα κουτί και μου είπε να τ’ ανοίξω. Το ανοίγει η κυρά και βλέπω ένα γυαλιστερό ρολόι!
“Του χρόνου που θα πας στο γυμνάσιο, θα σου είναι απαραίτητο”, μου λέει η κυρά, ενώ μ’ αγκάλιαζε.
“Ελα τώρα μέσα να ντυθείς, για να πάμε στην εκκλησία και σήμερα να πεις τον πιο ωραίο Απόστολο και να τον πεις για μένα”.

Για την κυρά θα έκανα ότι ήθελε: Θα της κουβαλούσα νερό όλη μέρα, θα άναβα το καντήλι στο εικονοστάσι κάθε ώρα, θα έκοβα όσα ξύλα ήθελε, θα καθάριζα το χιόνι απ’ την αυλή της, αλλά τον Απόστολο εκείνη τη μέρα δεν μπορούσα με τίποτα να τον διαβάσω.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά βγάζει ο κ. George από μια κούτα που κρατούσε στα χέρια του ένα ολοκαίνουργιο μπλε κουστούμι. Αυτό πια ήταν από τ’ άγραφα. Τι θα έλεγαν οι φίλοι μου που θα μ’ έβλεπαν ντυμένο όπως ο δάσκαλος, που τον κοροϊδεύαμε όταν φορούσε κοστούμι. Και πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι γίνεται μου περνάνε και μια κόκκινη γραβάτα την οποία με προσοχή έδενε ο Mr. George. Πάλι καλά που δεν μου φόρεσαν κανένα καπέλο σαν και αυτό που φορούσε ο ίδιος. Στο δρόμο πήγαινα σαν χαμένος. Σκόνταψα δυο – τρεις φορές και θα έπεφτα, αν δε με κρατούσε ο παππούς μου.

Όταν μπήκαμε στην εκκλησία όλοι κοιτούσαν τον Μr. George. Εγώ πολύ θα το επιθυμούσα να άνοιγε η γη να με καταπιεί. Τόσο άβολα αισθανόμουνα μες το κουστούμι. Είχα και εκείνη την κόκκινη γραβάτα σαν χαλινάρι να μου σφίγγει το λαιμό. Πήγα γρήγορα κοντά στον ψάλτη που γούρλωσε τα μάτια του και τρόμαξε να με αναγνωρίσει. Ο παπα-Στέφανος από το ιερό μου έτριξε τα δόντια επειδή άργησα, χώρια που πήγαν να του πέσουν τα δισκοπότηρα σαν με είδε έτσι μασκαρεμένο. Από τη ντροπή μου δεν είχα τολμήσει να σηκώσω το κεφάλι μου. Μόνο σαν άκουσα “…επιστολής ο ανάγνωσμα” σήκωσα πάνω το κεφάλι μου. Η κυρά Λαμπρινή, που καθόταν πάντα απέναντι μου, χαμογελούσε πλατειά. Πρώτη φορά την είδα να χαμογελάει! Με μιας ήρθε η φωνή μου. Σαν τέλειωσα ησυχία απόλυτη επικράτησε μέσα στην εκκλησία. Ακόμα και ο παπα-Στέφανος που βιαζόταν πάντα να τελειώσει τη λειτουργία αφαιρέθηκε για λίγο. Καθώς μου είπαν ήταν ο ωραιότερος Απόστολος που ακούστηκε ποτέ. Ήμουνα βέβαιος για αυτό γιατί ήταν η καρδιά της κυρά- Λαμπρινής που έψαλε. Από τότε δεν είπα άλλη φορά τον Απόστολο! Πίστευα ότι δεν τα ξανάλεγα ποτέ καλύτερα.

Μαζί με τον Mr. George και την κυρά Λαμπρινή πήραμε πρώτοι-πρώτοι αντίδωρο και στη συνέχεια καθίσαμε στην έξοδο της εκκλησίας για τα καλωσορίσματα. Σαν έφυγε ο κόσμος ο Mr. George με πήρε στη γωνία και μου έδωσε δέκα χιλιάρικα.
“Βάλτα με προσοχή στο παγκάρι, αλλά να μη σε δει κανένας”.
Πήγα να χαιρετήσω και έβαλα τα χιλιάρικα μέσα. Θα τρελαινόταν απ’ τη χαρά του ο παπα-Στέφανος όταν θα τ’ άνοιγε.
“Λοιπόν Κώστας να πας να βρεις την παρέας σου και μια και δεν είπατε χθες τα κάλαντα εξ αιτίας μου να μοιραστείτε αυτά εδώ” και βάζει στο χέρι μου ένα μάτσο κατοστάρικα. Δεν ξέρω πόσα θα ήταν, αλλά ήταν πολλά!
“Τι είναι αυτά που μας δίνετε Mr. George; Εμείς μαζεύουμε δεκάρες! Που και που, άμα είμαστε τυχεροί, και κανένα δίφραγγο! Αυτά εδώ είναι πολλά! Τι θα τα κάνουμε;”


Το τρανταχτό του γέλιο αντήχησε μες την εκκλησία.
“Να τα κάνετε ότι θέλετε!”.
Κοιτούσα τα κατοστάρικα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Μια ολόκληρη περιουσία, αφού ένα μοσχάρι που το μεγαλώναμε ένα χρόνο το πωλούσαμε τριακόσιες δραχμές! Έτσι μου ήρθε να τον αγκαλιάσω τον Μr. George.
“Ακόμα εδώ είσαι; Δεν έφυγες;” με ρώτησε ξαφνιασμένος, καθώς στεκόμουνα έχοντας τα κατοστάρικα με τα δυο μου χέρια μες τη τσέπη.
Χωρίς πολλά λόγια, ξεχνώντας τις τυπικότητες και τους καλούς τρόπους, όρμηξα έξω από την εκκλησιά έχοντας πάντα τα χέρια στις τσέπες, από φόβο μη χάσω το θησαυρό που κουβαλούσα μαζί μου. Κατρακύλησα από τις σκάλες της εκκλησιάς. Ούτε που το κατάλαβα, αλλά τα χέρια δεν τα έβγαλα έξω! Ήταν καιρός για τέτοια πράγματα;
Το χιόνι έφτανε μέχρι το γόνατο. Ο βοριάς σφύριζε με μανία. Έπαιρνε το χιόνι και το στροβίλιζε και δεν μπορούσες να δεις ούτε δυο μέτρα μπροστά, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Έτρεχα σαν τρελός για το σπίτι του Λευτέρη. Στο δρόμο είχα πέσει τρεις-τέσσερις φορές και το κοστούμι μου είχε γίνει χάλια. Είχα λύσει και τη γραβάτα για να αναπνέω καλύτερα.

Μπήκα βολίδα στο σπίτι του Λευτέρη. Τους πέτυχα την ώρα ετοιμάζονταν να στρώσουν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Προφανώς θα είχα τα μαύρα μου τα χάλια γιατί με το που άνοιξα την πόρτα όλοι έτρεξαν προς το μέρος μου.
“Τι έπαθες παιδί μου και είσαι αλαφιασμένος”, με ρώτησε η μάννα του τρέχοντας κοντά μου.
“Τίποτα! Μια χαρά είμαι! Θέλω να μιλήσω στο Λευτέρη”, απαντάω με κομμένη την ανάσα.
Ο Λευτέρης πλησίασε σχεδόν φοβισμένος.
“Πάμε στο δωμάτιό σου για να μην ακούσουν οι άλλοι”, του λέω σιγανά
Βγάζω τα χέρια μου από τις τσέπες και αφήνω τα κατοστάρικα στο κρεβάτι του Λευτέρη. Γέμισε το κρεβάτι κατοστάρικα. Έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
“Απ’ το παγκάρι τα πήρες;” ρωτάει τρομοκρατημένος.
“Τι λες βρε, βλάκα, που να βρει το παγκάρι της εκκλησιάς τόσα λεφτά! Ο Μr. George μου τα έδωσε! Να τα μοιραστούμε που δεν είπαμε τα κάλαντα!”
“Μα αυτά είναι πολλά τι θα τα κάνουμε;” αναρωτήθηκε ο Λευτέρης.
Καθίσαμε πάνω στο κρεβάτι και τα μετρήσαμε. Ήταν πενήντα κατοστάρικα! Δηλαδή 5 χιλιάδες!
“Και πώς θα τα μοιραστούμε τόσα λεφτά;” ρωτάει πάλι αμήχανα.
“Ξέρω εγώ; Δεν πάμε να βρούμε τον Τάκη και τον Αλέξανδρο, να τους ρωτήσουμε και αυτούς;” προτείνει πάλι ο Λευτέρης.
Μοιραστήκαμε τα κατοστάρικα. Γεμίσαμε από μια τσέπη, βάλαμε το χέρι μέσα για σιγουριά και ξεκινήσαμε δήθεν αδιάφοροι για το σπίτι του Τάκη. Ο Τάκης όταν είδε τα λεφτά άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελός από τη χαρά του!
Του εξηγήσαμε ότι τα λεφτά έπρεπε να τα μοιραστούμε όλοι μας και δεν ξέραμε πως.
“Εμένα δώστε μου για να πάρω ποδήλατο και τα άλλα κάντε ότι θέλετε!”
“Πάμε στον Αλέξανδρο, γιατί αυτός εδώ δεν ξέρει τι κάνει” λέει νευριασμένος ο Λευτέρης από τη συμπεριφορά του Τάκη.
Στο σπίτι του Αλέξανδρου τους βρήκαμε όλους να κλαίνε.
“Τι έγινε ρε Αλέξανδρε; Τι συμβαίνει;”.
“Ο πατέρας μου…” προλαβαίνει να πει και ξεσπάει σε κλάματα.
“Τι έχει ο πατέρας σου;”
“Είναι άρρωστος όλη νύχτα. Ξέρω εγώ; Φοβάμαι”.
“Μη φοβάσαι Αλέξανδρε, θα πάμε τον πατέρα στο νοσοκομείο!” μας κοίταξε με εκείνα τα γαλανά μάτια του.
“Τι λες τώρα βρε Λευτέρη, πώς θα τον πάμε στο νοσοκομείο;”
“Θα τον πάμε Αλέξανδρε! Να δεις που θα τα καταφέρουμε! ”
“Οχι, αλλά χρειαζόμαστε και λεφτά”, λέει κουνώντας λυπημένα το κεφάλι.
“Για λεφτά μη στεναχωριέσαι έχουμε!” λέω εγώ και ο Λευτέρης με μια φωνή. Σήκωσε το κεφάλι του.
“Που τα βρήκαμε και έχουμε;”
Βγάζουμε τα χέρια από τις τσέπες. Γούρλωσε τα μάτια ο Αλέξανδρος σαν είδε τα κατοστάρικα.
Δώσαμε τα λεφτά στον Αλέξανδρο και φύγαμε για το σπίτι της κυρά-Λαμπρινής, να παρακαλέσουμε τον Μr. George να πάει με το αυτοκίνητο που έφερε τον πατέρα του Αλέξανδρου στον νοσοκομείο της πόλης.
Ο Μr. George πρόθυμα σηκώθηκε από το τραπέζι, μας έβαλε και τους τρεις στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο σπίτι του Αλέξανδρου. Οι μεγάλοι έβαλαν τον πατέρα του προσεκτικά στο αυτοκίνητο, μπήκε μέσα η μάνα του Αλέξανδρου και ο μεγάλος του αδερφός και το αυτοκίνητο ξεκίνησε σιγα-σιγά μέσα στα χιόνια αφήνοντας πίσω του ένα άσπρο σύννεφο από καπνό.

Ο πατέρας του Αλέξανδρου, όπως μας είπε ο Μr. George όταν γύρισε, είχε πάθει πνευμονία, και σε δέκα μέρες θα γίνονταν καλά.
Το βράδυ μαζευτήκαμε όλοι στο σπίτι του Αλέξανδρου.
“Που τα βρήκατε τα τόσα λεφτά;” ρώτησε.
“Μας τα έστειλε ο Χριστός!” πετάγεται ο Τάκης, “τι θέλεις και ρωτάς τώρα;” συμπλήρωσε. Πηγαίνει ο Αλέξανδρος στο δωμάτιό του και μας φέρνει πίσω όλα τα λεφτά.
“Δεν τα έδωσες στη μάνα σου;”
Xαμογέλασε ο Αλέξανδρος.
“Τα έδωσα, αλλά εκείνη την ώρα έμπαινε σπίτι ο παπα-Στέφανος και είπε ο,τι θα δώσει αυτός από την εκκλησία γιατί έγινε θαύμα και γέμισε λεφτά το παγκάρι!
Εκείνο το βράδυ μείναμε στο σπίτι του Αλέξανδρου. Ψήναμε φρέσκο χοιρινό στα κάρβουνα και μοσχοβολούσε το σπίτι. Ρίχναμε κάστανα στη σόμπα. Για πρώτη φορά ήπιαμε και κρασί, από το κόκκινο που είχαν στο υπόγειο! Κάποια στιγμή ένοιωσα μια ανείπωτη γλύκα να βαραίνει στα μάτια μου. Το κεφάλι μου γύριζε ελαφρώς και χωρίς να το καταλάβω έγειρα σε ένα ύπνο τόσο γλυκό και ας κοιμόμουν στο πάτωμα!
Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η ευτυχία. Αυτή η γλύκα που κυριεύει το μυαλό, ηρεμεί την καρδιά και κλείνει τα μάτια τόσο ανεπαίσθητα που δεν ξέρεις αν κοιμάσαι ή είσαι ξύπνιος! Αν ζεις σε όνειρο ή στον κόσμο τούτο!
Αυτό το πέρασμα στον ύπνο, που δεν διαρκεί πολύ, αυτό πρέπει να είναι η απόλυτη ευτυχία! Η γαλήνη που όλοι αναζητούν, αλλά ελάχιστοι είναι οι ευλογημένοι που τη βρίσκουν.
Το πέρασμα, γιατί τ’ όνειρο καμιά φορά μπορεί να είναι σκληρότερο κι απ’ τη ζωή την ίδια!

*Ποιος είναι ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης

Ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης γεννήθηκε στο Ασημένιο Έβρου. Τελείωσε το Γυμνάσιο Διδυμοτείχου. Το 1975 ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στην Πάντειο. Το 1979 μετέβη στη Νέα Υόρκη για μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά και πολιτικές επιστήμες (Μaster) και Διεθνείς Σχέσεις (Διδακτορικό). Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1990. Εργάζεται ως Σύμβουλος Επιχειρήσεων σε θέματα marketing και επικοινωνίας. Έργα του: “Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει” (2012), “Ημερολόγια χαρμολύπης” (2014), “Αλλη μια ευκαιρία” (2017).