Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: “Όλο το χωριό στη Δόξα Διδυμοτείχου ήμασταν μια οικογένεια. Η ζωή ήταν μια γιορτή”

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: “Όλο το χωριό στη Δόξα Διδυμοτείχου ήμασταν μια οικογένεια. Η ζωή ήταν μια γιορτή”

-Ύμνοι για το χωριό της, την Δόξα Διδυμοτείχου, τα παιδικά της χρόνια και τον τρόπο που μεγάλωσε στον Έβρο

Η καταξιωμένη Εβρίτισσα ηθοποιός Καρυοφυλλιά Καραμπέτη κυριαρχεί και πάλι στην επικαιρότητα, λόγω του πρωταγωνιστικού της ρόλου στην ταινία “Ευτυχία” και την εκπληκτική της ερμηνεία στο ρόλο της στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

Η κορυφαία συντοπίτισσα μας ηθοποιός, από το χωριό Δόξα Διδυμοτείχου, δίνει όπως είναι φυσικό πολλές συνεντεύξεις λόγω και της συγκεκριμένης συγκυρίας. Μια από αυτές όμως στο bovary.gr και την Μυρτώ Λοβέρδου, είναι ιδιαίτερη, αφού μιλάει αναλυτικά για τα παιδιά της χρόνια και την ζωή της στο χωριό του Έβρου απ΄όπου ξεκίνησε, αναδεικνύοντας την περιοχή μας για πολλοστή φορά. Για τους γονείς της οι οποίοι έχουν πεθάνει και πόσο την στήριξαν αν και αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στην Θεσσαλονίκη και να τα φέρνουν δύσκολα βόλτα στα οικονομικά. Μιλάει και για όσα έχουμε ζήσει όλοι τις προηγούμενες δεκαετίες στον Έβρο, με έναν τρόπο πολύ οικείο, γλυκό και νοσταλγικό. Μια συνέντευξη που αξίζει να την “ρουφήξει” κυριολεκτικά κάποιος.

«Το όνομά μου έχει πράγματι μια πρωτοτυπία και μια μοναδικότητα. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα θετικό, μπορεί και να γελάσει κάποιος. Έχω διαβάσει ότι είναι το πιο πολεμοχαρές όνομα γιατί παραπέμπει στο καριοφίλι. Δεν είναι έτσι όμως. Το όνομά μου γράφεται με δύο ύψιλον και δύο λάμδα και η ετυμολογία του είναι από την δίανθο την καρυόφυλλο, που είναι η επιστημονική ονομασία του φυτού που παράγει τα μοσχοκάρφια ή γαρύφαλλα, ή τα καρυόφυλλα, όπως τα λέμε στα μέρη μας τα μαύρα αρωματικά γαρύφαλλα που βάζουμε στο φαγητό και στα γλυκά. Στα μέρη μας, στον Έβρο, υπάρχει ένας πολύ γνωστός μουσικός, που ασχολείται με την θρακιώτικη μουσική, ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης -μαζί με τις δύο του κόρες. 

Μικρή με φώναζαν με χαϊδευτικό. Όταν πήγα στη δραματική σχολή και είπα στην δασκάλα μου, την Μάγια Λυμπεροπούλου το όνομα και το χαϊδευτικό μου (δεν θέλω ούτε καν να αναφέρω), με παρότρυνε να χρησιμοποιώ το Καρυοφυλλιά. «Έχεις τέτοιο όνομα και το κρύβεις», μου είπε.

‘Έχω τις καλύτερες μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια”

Έχω τις καλύτερες μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια, αισθάνομαι τυχερή. Είχαν αθωότητα, ιδεαλισμό, χαρά, μια κοινωνικότητα, την έννοια της αλληλεγγύης. Όλο το χωριό (Δόξα Διδυμοτείχου) ήμασταν μια οικογένεια. Η ζωή ήταν μια γιορτή, η γιορτή της φύσης. Κατάλευκος επί μήνες ο χειμώνας, τα καλοκαίρια με τις βόλτες και τις εκδρομές στη φύση, τα μποστάνια, ο θερισμός. Κάναμε τσουλήθρα στις αλωνιστικές μηχανές».

«Σχολείο είχε το χωριό, τριθέσιο. Μαθήτευσα σε διπλές τάξεις, με υπέροχες δασκάλες και δασκάλους. Θυμάμαι πάντα μια δασκάλα μου, την κυρία Μαργαρίτα Πέτσινα που μας φώναζε συχνά στο σπίτι της, είχε ένα υπέροχο σπίτι, γιατί εγώ και μια φίλη μου ήμασταν καλές μαθήτριες και παίζαμε με την κόρη της. Για μένα εκείνο το σπίτι ήταν το πρώτο παράθυρο στον κόσμο.

“Φέρναμε νερό με τις στάμνες από την βρύση”

Εμείς είχαμε τα έπιπλα του χωριού, τα υφαντά καλύμματα, το τραπέζι με το πλαστικό κάλυμμα, τους σοφράδες, τα χαμηλά στρογγυλά τραπέζια γύρω από τα οποία καθόμασταν πάνω σε μαξιλάρες και τρώγαμε από την μεγάλη γαβάθα. Φέρναμε το νερό από το πηγάδι ή από μια βρύση που ήταν έξω από το χωριό όπου πηγαίναμε με τις στάμνες. Ήταν και το σημείο συνάντησης, εκεί κυκλοφορούσαν τα νέα του χωριού -ποιος αρραβωνιάστηκε, ποιος γέννησε…. Το ηλεκτρικό ήρθε όταν ήμουν δέκα χρόνων. Ψυγεία δεν υπήρχαν. Εμείς που είχαμε το καφενείο είχαμε ένα ψυγείο με παγοκολώνες που έρχονταν από το Διδυμότειχο.

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

Ο πατέρας μου είχε καφενείο και παντοπωλείο και έκανε ζωεμπόριο. Τον θυμάμαι πάντα με ένα μηχανάκι να γυρνάει στα γύρω χωριά και να κάνει τις δουλειές του. Το καφενείο το κρατούσε περισσότερο η μάνα μου και ο μεγαλύτερος αδελφός μου. Εγώ βοηθούσα. Μπορεί να πήγαινα τους μεζέδες και τους καφέδες ή να καθόμουν στο παντοπωλείο. Ακόμα τώρα στον ύπνο μου βλέπω εκείνο τον χώρο με τα ράφια -με αντικείμενα  που μου ασκούσαν τότε μεγάλη γοητεία όπως κάτι στολίδια που τα λεγόμενα τέλια, κάτι χρυσές κλωστές που τις καρφίτσωναν στα πέτα του γαμπρού και της νύφης, κορδέλες, χάντρες, χρώματα, κλωστές που τα ψώνιζαν οι γυναίκες και έφτιαχναν τα υπέροχα θρακιώτικα κεντήματα…»

“Έβλεπα σινεμά στο καφενείο του πατέρα μου”

«Η μητέρα μου, λόγω του καφενείου, φορούσε τα λεγόμενα ευρωπαϊκά ρούχα και όχι τις ντόπιες φορεσιές. Χρησιμοποιούσαμε την έκφραση ξάλλαξε, όταν μια γυναίκα άφηνε τα παραδοσιακά και ντυνόταν με κανονικά ρούχα.
Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια. Είχα μάθει από μια ξαδέλφη μου να διαβάζω πριν πάω σχολείο. Με έβλεπε η μητέρα μου σκυμμένη πάνω στις εφημερίδες και νόμιζε ότι χαζεύω τις φωτογραφίες. Εγώ όμως διάβαζα. «Από που κι ως που διαβάζεις; Για διάβασε μου». Κι όταν το έκανα πήγε στον πατέρα μου και του είπε «το παιδί διαβάζει». Τους είχα δώσει από νωρίς τέτοια ερεθίσματα.

Η δασκάλα μου ήταν εκείνη που με μύησε στην υποκριτική γιατί διοργάνωνε τις γιορτές στο δημοτικό. Έλεγα ποιήματα, είχα τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν το καλύτερό μου. Τότε δεν ένοιωθα ότι αυτό κάπου θα με πάει. Απλώς ήταν ένα παιχνίδι κι ένας άλλος κόσμος. Έβλεπα και πολύ σινεμά. Ερχόταν το φορτηγάκι με την ντουντούκα. Καρφώναμε στον τοίχο του καφενείου του πατέρα μου ένα σεντόνι και κάναμε τις προβολές.

Επιπλέον ήμουν κολλημένη στο ραδιόφωνο και άκουγα θέατρο -όχι της Δευτέρας, αλλά κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή. Είχαμε ένα τεράστιο ραδιόφωνο με μπαταρίες. Πρωτάκουσα Ιψεν, Στρίνμπεργκ, Ο΄Νιλ, Τενεσί Ουίλιαμς, με τις φωνές της Παξινού, της Βέρας Ζαβιτσιάνου, της Ελένης Χατζηαργύρη. Τρελαινόμουν, πραγματικά.


Όλα αυτά τα μεγάλα δράματα, οι χαρακτήρες οι φοβεροί, οι ανθρώπινες ιστορίες, με έκαναν να ανακαλύπτω τα πάθη, τους έρωτες, τους προβληματισμούς, τις σχέσεις, την έννοια του θανάτου, της οδύνης, του αποχαιρετισμού. Ήμουν δέκα χρόνων. Δεν είχαμε βιβλία -ίσως κάτι παραμύθια».

“Μόνο μια φορά με χτύπησε ο πατέρας μου

όταν άργησα να γυρίσω στο σπίτι”

«Δεν ήταν καταπίεση για μένα το σχολείο, ήταν χαρά. Παίζαμε στα διαλείμματα, τα αγόρια μας έριχναν μπάλες χιονιού μέσα στα ρούχα μας, τα καλοκαίρια κάναμε βουτιές στους αχυρώνες, τα βράδια κρυφτό και γύρω μας να πετούν πυγολαμπίδες. Τις ξαναείδα στο κτήμα του Στάιν, το 2007 και τρελάθηκα, τις λατρεύω ακόμα. Θάλασσα πρωτοαντίκρισα στα δέκα μου.

Δεν με είχαν χτυπήσει ποτέ στο σχολείο, μόνο μια φορά ο πατέρας μου. Πώς; Είχε μαλώσει με την αδελφή του και μου είχε απαγορεύσει να πάω στο σπίτι της θείας μου και της αγαπημένης μου εξαδέλφης. Εγώ βέβαια όχι για να του πάω κόντρα, αλλά επειδή σ΄ εκείνο το σπίτι πέρναγα καλά, η εξαδέλφη μου είχε και δύο κούκλες -εγώ δεν είχα- δεν γινόταν να μην πάω. Ένα βράδυ ξέμεινα και άργησα. Ο πατέρας μου με έψαξε παντού κι όταν πια με ανακάλυψε εκεί, έβγαλε όλη του την αγωνία στο ξύλο. Έκλαψα όχι από πόνο, αλλά από την στεναχώρια για την ταπείνωση, ότι ο πατέρας μου, τον οποίο υπεραγαπούσα και με υπεραγαπούσε, με χτύπησε.  Είδε όμως πόσο μου κακοφάνηκε, ήμουν drama queen από μικρή, ορκίστηκε και δεν το ξανάκανε ποτέ.

Το δημοτικό στο Διδυμότειχο, το γυμνάσιο

στην Κομοτηνή και η Θεσσαλονίκη

Στην έκτη δημοτικού με έστειλαν στο Διδυμότειχο, στο σπίτι μιας μακρινής συγγένισσας. Πάντα είχε ο πατέρας μου την έγνοια να μου ανοίξει τους ορίζοντες, να μάθω καλύτερα γράμματα. Και οι δύο γονείς μου ήταν του δημοτικού. Θέλανε όμως για μένα και για τον αδελφό μου, το καλύτερο. Θυμάμαι είχα μπει δεύτερη στις εισαγωγικές και το φυσούσα που δεν ήμουν πρώτη. Μετά πήγαμε έναν χρόνο στην Κομοτηνή, όπου έκανα την πρώτη γυμνασίου. Οι δουλειές του πατέρα μου δεν πήγαιναν καλά και μετακομίσαμε στην Θεσσαλονίκη».

«Είχα την μοίρα των καλών μαθητών -άριστη, σημαιοφόρος. Τελείωσα με δέκα εννέα μισό. Έπρεπε να πάω στα δύσκολα, πρακτικό, από υπερηφάνεια.

Στην Θεσσαλονίκη άρχισα να βλέπω θέατρο. Έδωσα εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και περίμενα τα αποτελέσματα. Είχα δηλώσει Αθήνα γιατί ήδη είχα δεύτερες σκέψεις να πάω στη σχολή του Εθνικού ή του Κουν. Όσο όμως περίμενα τα αποτελέσματα, διάβασα στον τύπο της Θεσσαλονίκης για την δραματική του ΚΘΒΕ. Έμαθα έναν μονόλογο της “Ηλέκτρας” σε μετάφραση Κ.Χ. Μύρη, πήγα και πέρασα. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, είχα μπει στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα. Δεν ήθελα όμως να αφήσω την σχολή που είχε ξεκινήσει.

“Ο πατέρας μου αισθανόταν ότι η κόρη του θα γίνει… Βουγιουκλάκη, Αλικάκι”

Οι γονείς μου δυσκολεύονταν οικονομικά. Η μητέρα μου δούλευε σε εργοστάσια ή καθαρίστρια σε σπίτια στη γειτονιά και ο πατέρας μου είχε μια αναπηρία από ατύχημα. Έτσι αποφάσισα να μείνω, έκανα αμοιβαία μεταγραφή στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης, αλλά στο τρίτο έτος τα παράτησα. Ήξερα ότι θα ακολουθήσω το θέατρο. Ήταν ένας μαγικός κόσμος για μένα.

Οι γονείς μου δεν αντέδρασαν καθόλου. Ήταν άνθρωποι καλοί, με μια ευγένεια, μια καλοσύνη και μια χαρά της ζωής. Οι ταινίες, τα τραγούδια, το τζουκ-μποξ στο καφενείο, η Αλίκη που την αγαπούσαν, η Καρέζη. Ο πατέρας μου αισθανόταν ότι η κόρη του θα γίνει Βουγιουκλάκη, Αλικάκι».

«Δεν αισθανόμουν όμορφη. Ήμουν ένα γλυκό κοριτσάκι. Θεωρούσα ότι η αποδοχή που εισέπραττα ήταν επειδή ήμουν καλή και χαμογελαστή. Έπαιρνα και έδινα αγάπη, ήμουν κοινωνική, καλοπροαίρετη.

Στην δραματική σχολή αισθάνθηκα την αναγνώριση από τους καθηγητές μου. Τελείωσα πρώτη στην τάξη μου. Με κυνηγούσε αυτό. Από ένα σημείο και μετά η πρωτιά είναι βάρος. Βάζεις τον πήχη ψηλά, δεν θες να απογοητεύσεις τους άλλους αλλά πρώτα από όλα δεν θες να απογοητεύσεις τον εαυτό σου. Ακόμα και τώρα που θα ήθελα να είμαι πιο χαλαρή, δεν μπορώ. Είχα, έχω, μια τελειομανία. Θυμάμαι πάντα τα ανώμαλα ρήματα αρχαία. 

Τι θα πει ξεχώρισα; Ο καθένας μας είναι μοναδικός. Δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. Ο καθένας έχει την ματιά του. Ίσως κάποιοι είμαστε πιο τυχεροί.

¨Χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη στους γονείς μου”

Η Μάγια Λυμπεροπούλου ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Μας δίδασκε με όρους σημειολογίας. Τελειώνοντας, ο Νικηφόρος Παπανδρέου, διευθυντής της σχολής του ΚΘΒΕ τότε, ήθελε να ιδρύσει μια Πειραματική Σκηνή. Ήθελα από μικρή τον πειραματισμό και την πρωτοπορία. Ρίσκο; Ημασταν φτωχοί άνθρωποι, οι γονείς μου περίμεναν πώς και πώς να βγω και να δουλέψω και για να τους βοηθήσω και για να αναλάβω τον εαυτό μου. Ήταν όμως τόσο έντονη η ανάγκη να είμαι με τους φίλους μου σε ένα καινούργιο θέατρο που πήγα με μεγάλο ενθουσιασμό. Δύο χρόνια έμεινα εκεί αλλά δεν πήρα ούτε δραχμή, κανένας μας.

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

Έκανα άλλες δουλειές -στην εφημερίδα Εγνατία, μπέιμπι-σίτινγκ σε μια κυρία που ήταν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο με μωρό παιδί. Είχε τεράστια βιβλιοθήκη και όλα τα τεύχη του περιοδικού Ζυγός, για τα εικαστικά. Όσο κοιμόταν το μικρό, διάβασα όλη την ιστορία της τέχνης. Παρέδιδα μαθήματα μαθηματικών, έκανα σερβιτόρα σε μπαρ».

«Ναι, είχα έναν δαίμονα. Δεν ήμουν ποτέ το κορίτσι που έλεγε πότε θα παντρευτώ και θα κάνω οικογένεια. Οι γονείς μου ήθελαν να βρω ένα καλό παιδί, αλλά δεν με εμπόδισαν ποτέ. Ίσα-ίσα, τους χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη. Υπέστησαν τεράστιες δυσκολίες, ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, τους φίλους, το σπίτι τους, και από πρώτοι στο χωριό γίναμε οι τελευταίοι στην πόλη, ξενοδούλευαν. Υπήρχε κάτι αμοιβαίο μεταξύ μας”.

Πηγή: bovary.gr