Έβρος: Αποκαλύψεις ΣΟΚ Δοξιάδη για τους 8 Τούρκους αξιωματικούς, τον σύμβουλο Τσίπρα και την Τσιριγώτη!!!

Έβρος: Αποκαλύψεις ΣΟΚ Δοξιάδη για τους 8 Τούρκους αξιωματικούς, τον σύμβουλο Τσίπρα και την Τσιριγώτη!!!

Σοκαριστικές αποκαλύψεις που αφορούν και τον Έβρο, με την γνωστή άφιξη των 8 Τούρκων αξιωματικών στην Αλεξανδρούπολη το καλοκαίρι του 2016, μετά το πραξικόπημα κατά του Ερντογάν, κάνει σε άρθρο του στο Protagon ο γνωστός συγγραφέας Απόστολος Δοξιάδης.

Σε αυτές αναφέρεται στην αδιανόητη για κάθε λογικό άνθρωπο σχέση που διατηρούσε ο διπλωματικός σύμβουλος του πρώην Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και ανιψιός του πρώην Προέδρου της Βουλής κ.Βούτση, ο Βαγγέλης Καλπαδάκης, με την Τουρκάλα διπλωμάτη Barutcu με την οποία συζούσαν στη Αθήνα, αλλά και τον ρόλο της πρώην Αντιστρατήγου της Ελληνικής Αστυνομίας Ζαχαρούλας Τσιριγώτη, που βγαίνει συχνά και μιλάει για το λαθρομεταναστευτικό και σε ΜΜΕ του Έβρου. Συγκεκριμένα την ακούμε συχνά το ραδιόφωνο του Προέδρου του δημοτικού συμβουλίου Αλεξανδρούπολης, του Δημήτρη Κολιού, να παριστάνει τον… τιμητή τώρα, ενώ μαθαίνουμε ότι είναι σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα. Διαβάστε την αναφορά του κ.Δοξιάδη σε όσα αφορούν τον Έβρο, για να διαπιστώετε ποιοι μας κυβερνούσαν:

Την επόμενη ημέρα, 16 Ιουλίου 2016, συνέβη το καθοριστικότερο γεγονός στην ιστορία που αφηγούμαι. Αργά το πρωί, οκτώ τούρκοι αξιωματικοί προσγειώθηκαν με ελικόπτερο στην Αλεξανδρούπολη, ζητώντας άσυλο από την Ελλάδα. Λίγες ώρες αργότερα, ο Τσίπρας υποσχέθηκε στον Ερντογάν ότι «θα σου τους στείλω πίσω σε δύο βδομάδες το πολύ», κατά τη διατύπωση που μετέφερε ο ίδιος ο Ερντογάν. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, και για τον ίδιο τον Τσίπρα και για τη χώρα. Και εδώ αρχίζει η μεγάλη σημασία του ζεύγους, με την Βarutçu να έχει περάσει πλέον ενεργά στη θέση του φανατικού υποστηρικτή του καθεστώτος Ερντογάν, δηλαδή στην τρίτη κατηγορία.

H Φεϊζά Μπαρουτσού (με τα κόκκινα) σε εκδήλωση στην τουρκική πρεσβεία στην ΑΘήνα

Δεν ξέρω τι έσπρωξε αυτή την ως τότε «φιλελεύθερη» προς αυτή την κατεύθυνση. Πιθανώς επηρεάστηκε από τις καταβολές της: ο πατέρας της, τότε ανώτερος αξιωματικός, θεωρείται άνθρωπος με επαφές με το βαθύ κράτος, που τάχθηκε τότε με τον Ερντογάν, όπως μαρτυρεί και η μετέπειτα σταδιοδρομία του, ως ανώτατου στελέχους αμυντικής βιομηχανίας φίλιας στο καθεστώς, σήμερα. Πιθανώς να επηρέασε την Barutçu και η θέση της, η φιλοδοξία της ή και ο έρωτάς της. Αλλά τίποτε από αυτά δεν την καθιστά τραγική ηρωίδα ή θύμα των περιστάσεων, αφού όντας στην Ελλάδα, είχε την ελεύθερη επιλογή να εγκαταλείψει τη θέση της, όπως έκαναν τις πρώτες ημέρες πολλοί συνάδελφοί της, που χρησιμοποίησαν τα διαβατήριά τους για να διαφύγουν στη Δύση. Αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα, από την επόμενη μέρα του φερόμενου ως πραξικοπήματος, πέρασε στη σκληρή γραμμή ταύτισης με το νέο καθεστώς. Γνωρίζουμε μάλιστα από μαρτυρίες ότι, μεταξύ άλλων, πήγαινε στα σπίτια στην Αθήνα των συναδέλφων της που διέφευγαν στη Δύση, για να τα ψάξει. Φυσικά, αυτό δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα ενός διπλωμάτη, αλλά ενός ασφαλίτη.

Oσο για το κύριο συμβάν, ότι ο Τσίπρας «έταξε» τους Οκτώ στον Ερντογάν, είναι εντελώς βέβαιο. Η βούληση έχει ομολογηθεί άλλωστε δημόσια, επανειλημμένως και από αρκετούς –χώρια από τη συχνά επαναλαμβανόμενη μαρτυρία του Ερντογάν, που ο Τσίπρας ποτέ δεν διέψευσε. Η εντυπωσιακότερη δημόσια ομολογία από ανώτατο στέλεχος είναι του τότε αρχηγού ΓΕΕΘΑ, Αποστολάκη που, ως γνωστόν, σε πρόσφατη συνέντευξή του, σπιλώνοντας μια κατά τη γνώμη μου λαμπρή στρατιωτική καριέρα –ομολογώ ότι ως τότε τον εκτιμούσα ιδιαίτερα– δήλωσε ότι «προσπαθήσαμε να τους στείλουμε πίσω» τις πρώτες ώρες. Αλλά δεν τα κατάφεραν, λέει, «γιατί μπλέχτηκε μετά η Δικαιοσύνη». Εδώ, βέβαια, κάνει λάθος: η Δικαιοσύνη μπλέχτηκε μέρες αργότερα. Τις πρώτες ώρες, ο κύριος λόγος που σώθηκαν οι Οκτώ από τη βούληση του Τσίπρα και του Ερντογάν– ήταν η τεράστια τηλεοπτική-ειδησεογραφική κάλυψη του θέματος, λόγω του άκρως φωτογενούς θεάματος ενός τουρκικού ελικοπτέρου με φυγάδες σε ένα διεθνές αεροδρόμιο. Αυτή η δημοσιότητα κατέστησε αδύνατη μια κρυφή αποπομπή. Αλλά δεν εμπόδισε το κράτος να κάνει άλλα, στα κρυφά.

Παρουσία Τούρκων αξιωματικών ανέκρινε

τους 8 αξιωματικούς η ΕΥΠ στην Αλεξανδρούπολη

Φρικτή εντύπωση προκαλεί το γεγονός –δεν έχει γίνει ως τώρα γνωστό– ότι στην πρώτη ανάκριση από την ΕΥΠ των Οκτώ, λίγες ώρες αφού προσγειώθηκαν, παρίσταντο και δύο τούρκοι αξιωματούχοι, στους οποίους οι έλληνες ομόλογοί τους έδιναν δικαίωμα να ανακρίνουν τους αξιωματικούς, λες και ήταν ίσα κι όμοια με εμάς. Και κατά μεταγενέστερη μαρτυρία του Halis Tunç, που από την τότε θέση του είχε τυπικά πρώτος το καθήκον να ζητήσει να επιστραφούν οι Οκτώ, ξέρουμε ότι συνεννοήθηκε με τους Έλληνες αξιωματούχους να έρθει στην Αλεξανδρούπολη τουρκικό ελικόπτερο με δύο πληρώματα και φρουρά από τη στρατιωτική αστυνομία. Το ένα πλήρωμα θα επέστρεφε το ελικόπτερο που είχε έρθει με τους Οκτώ, ενώ με το άλλο, και με φύλακες τους στρατονόμους, θα επιστρέφονταν οι Οκτώ, δεσμώτες. Έτσι του είχαν πει. Όμως με τη δημοσιότητα που πήρε σε λίγη ώρα η υπόθεση, το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε.

Ο ίδιος ο Τσίπρας δεν διέψευσε ποτέ ευθέως το «τάξιμο» των Οκτώ, ενώ ο Ερντογάν, σε κάθε ευκαιρία, του το θύμιζε δημόσια. Αλλά για την αλήθεια του «ταξίματος» υπάρχουν πολλές άλλες πηγές, άλλες δημόσιες και άλλες ιδιωτικές. Προσωπικά, μου το έχει επιβεβαιώσει ανώτατος πολιτειακός παράγοντας, παρουσία μάλιστα μάρτυρα, λέγοντας μου ότι την πράξη του την παραδέχτηκε στον ίδιο ο Τσίπρας. Φυσικά, ο Τσίπρας δεν είχε κανένα δικαίωμα να υποσχεθεί την επιστροφή κανενός στον Ερντογάν. Σε μια δημοκρατική χώρα, αυτά τα αποφασίζουν μόνο τα δικαστήρια. Η υπόσχεσή του παρέβαινε το Σύνταγμα, τη διάκριση εξουσιών, και τους νόμους –αφήνω πια τις ανθρώπινες αξίες και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αλλά και πάλι, δεν θα καταφύγω σε συνωμοσίες ή κατηγορίες περί προδοτών, δωσίλογων κ.λπ. Θεωρώ ότι ο Τσίπρας, στο θέμα των Οκτώ, έδρασε υποκινούμενος αφ’ ενός από τη φοβία που του ενέπνεε το περιβάλλον του, για τις πιθανές συνέπειες της άρνησης –σε αυτό θα επανέλθω– αλλά επιπλέον, «έταξε» πιθανώς και από εν μέρει συγγνωστή άγνοια των νόμιμων δικαιωμάτων του αλλά και ασύγγνωστη αμέλεια, να μην ενημερωθεί γι’ αυτά, πριν δώσει μια τόσο σημαντική υπόσχεση.

Μετά, ο Ερντογάν έδεσε κόμπο τον λόγο του Τσίπρα, και με ήθη ανατολίτικα, θεώρησε ασυγχώρητο παράπτωμα την αθέτησή του. Αλλά το θέμα είχε πια πάει στη Δικαιοσύνη, οπότε και η Άγκυρα έκανε επίσημο αίτημα έκδοσής των Οκτώ. Η κυβέρνηση και το κράτος μας είχαν φερθεί στο ζήτημα άθλια από την αρχή, και συνέχισαν. Τους Οκτώ τους είχαν πρώτα σε έναν στενό κελί στην Αλεξανδρούπολη, και κατόπιν σε ένα ημιυπόγειο κρατητήριο στην Αττική –το επισκέφθηκα αρκετές φορές– σε έναν χώρο σιδερόφρακτο, με ελάχιστο φυσικό φως, οκτώ ανθρώπους σε 20 τετραγωνικά μέτρα, με μισή ώρα προαυλισμού την ημέρα, σε ένα σιδερόφρακτο στενό διάδρομο. Εκεί τους κράτησε το ανθρωπιστικό καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ πάνω από δυο χρόνια.

Ο Τσίπρας ήξερε πια ότι μόνο μέσω δικαστηρίων μπορούσε να φανεί πιστός στην υπόσχεσή του στον Ερντογάν να επιστρέψει τους Οκτώ. Από ό,τι μου έλεγαν τότε όλοι οι νομομαθείς φίλοι, το ότι δεν εκδίδεις ανθρώπους σε ένα καθεστώς κατάργησης του κράτους δικαίου, όπως είχε διαμορφωθεί σαφώς το τουρκικό, ήταν «στις γνώσεις πρωτοετούς της Νομικής». Και όμως, εκείνο τον Νοέμβριο –για κάποιον λόγο οι Οκτώ είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες, και δικάζονταν χωριστά– η πρώτη σύνθεση του Εφετείου δέχθηκε το αίτημα της Άγκυρας για την έκδοσή τους, και ενώ οι άλλες δύο το απέρριψαν, αμέσως άσκησε έφεση κατά της απόφασης ο Εισαγγελέας Εφετών. Προφανώς, το θέμα είχε ξεπεράσει τις γνώσεις του πρωτοετούς της  Νομικής και είχε γίνει πολιτικό –ως μη όφειλε. Οπότε το θέμα παραπέμφθηκε να κριθεί στον Άρειο Πάγο. Και πρόεδρος του Αρείου Πάγου ήταν τότε η Βασιλική Θάνου, τοποθετημένη σε αυτή τη θέση από την κυβέρνηση  Τσίπρα.

Οι στενές σχέσεις της Θάνου με τον Τσίπρα ήταν από τότε ευρύτερα γνωστές, και επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά αργότερα, όταν μετά τη συνταξιοδότησή της ανέλαβε σύμβουλός του στο Μαξίμου. Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι το κλίμα τρόμου που είχε προσπαθήσει προκαταβολικά αλλά και κατά τη διάρκεια των διασκέψεών της να μεταφέρει στους αρεοπαγίτες που θα δίκαζαν την υπόθεση των Οκτώ. Η απώτατη πηγή της τρομοκρατίας αυτής βρίσκεται στο περιβάλλον του Μαξίμου, που διαβουλευόταν και αποφάσιζε για τα θέματα αυτά. Και στο οποίο βέβαια καθοριστικός παράγων ήταν ο κ. Καλπαδάκης. Αυτό, με τη σειρά του μεταδιδόταν στον αλήστου μνήμης Κοντονή και τη Θάνου. Το μήνυμα του Μαξίμου, που προφανώς κάπως –πώς άραγε;– μας είχε διαμηνυθεί από την Τουρκία, ήταν «εκδώστε τους για το καλό σας, γιατί αλλιώς αλίμονο στην Ελλάδα, μαύρο φίδι που σας έφαγε!». Το μήνυμα αυτό το Μαξίμου το διέδιδε, τάχα εμπιστευτικά, προς όλες τις κατευθύνσεις, δημοσιογράφους, πολιτικούς άλλων παρατάξεων, παράγοντες του δημόσιου βίου. Και πολλοί το έχαφταν, αμάσητο.

Οι οκτώ τούρκοι αξιωματικοί προσάγονται στον Αρειο Πάγο, τον Ιανουάριο του 2017 (Intimenews)

Στην περίοδο που χώριζε τις δίκες του Εφετείου από του Αρείου Πάγου, κάπου ενάμιση μήνα, κάποιοι ενεργοί πολίτες βαλθήκαμε να κάνουμε το ζήτημα των Οκτώ πρώτο θέμα στην επικαιρότητα, και επίσης να το βάλουμε στη διεθνή αρθρογραφία. Ο στόχος ήταν συγκεκριμένος: γνωρίζοντας τις απειλές που διέρρεε το περιβάλλον Τσίπρα στον Άρειο Πάγο, θέλαμε να αντιτάξουμε στην πίεση της προπαγάνδας ένα δημόσιο τείχος πίστης στο Σύνταγμα, στη διάκριση των εξουσιών και στον νόμο, με αυτό τον τρόπο δείχνοντάς ότι η κοινωνία των πολιτών στηρίζει τις δημοκρατικές και ευρωπαϊκές αξίες, έτσι βάζοντας έναν αντίβαρο δημοκρατικής και εθνικής υπερηφάνειας στον τρόμο. Επίσης, με την αρθρογραφία και τις παρεμβάσεις μας, αποδομούσαμε τις κινδυνολογίες που πήγαζαν από το Μαξίμου. Τις κινδυνολογίες οι άνθρωποι του Μαξίμου όμως τις πίστευαν. Αυτό μπορώ να το μαρτυρήσω εξ ιδίας πείρας.

Τις τελευταίες ημέρες πριν εκδοθεί η απόφαση του Αρείου Πάγου, όταν άκουγα από έγκυρες πηγές ότι η Θάνου βυσσοδομούσε, ενσπείροντας πανικό στους δικαστές που συσκέπτονταν για την υπόθεση, έκανα συναντήσεις με δύο, ως τότε προσωπικά άγνωστά μου, ανώτατα στελέχη του καθεστώτος ΣΥΡΙΖΑ –για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου. Τις επεδίωξα εγώ, και με δέχθηκαν αμφότεροι αμέσως, προφανώς περίεργοι να μάθουν τις απόψεις μου ή ίσως ελπίζοντας σε κάτι να με επηρεάσουν. Ο δικός μου σκοπός ήταν, για να το πω απλά, να τους ξεκαθαρίσω τις προθέσεις μου. Ήθελα να τους επισημάνω ότι έτσι και συνεχίσουν να πιέζουν τη Δικαιοσύνη, ο αγώνας που είχαμε κάνει για να σώσουμε τους Οκτώ στην ελληνική δημόσια σφαίρα θα μεταφερόταν στη διεθνή, με αποδείξεις για τις παρεμβάσεις τους. Ήμουν τυπικά ευγενής αλλά εμφανώς θυμωμένος –ομολογώ ότι ήμουν και σε μεγάλη νευρική ένταση και αγωνία εκείνες τις ημέρες, και πρέπει να φαινόταν.

Καθώς ήταν γνωστός ο ρόλος μου στην τεράστια κινητοποίηση για τους Οκτώ, όπως και η εκτενής αρθρογραφία μου, σε ελληνικά μέσα αλλά και σε μεγάλες ξένες εφημερίδες, τα δυο στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με άκουσαν με προσοχή –έτσι κι αλλιώς, οι πολιτικοί πάνω από όλα τη δημοσιότητα λογαριάζουν. Οι δύο ήταν άλλου χαρακτήρος και είχαν τελείως άλλη αντιμετώπιση. Ο πρώτος, κάπως ηλικιωμένος, ήταν γλυκύτατος, με κράτησε δύο ώρες στο γραφείο του, προτείνοντάς μου ενδιάμεσα, καφεδάκια, κουλουράκια και μετά ουζάκια και λουκανικάκια, που ευγενώς αρνιόμουν, και δίνοντάς μου χαζοχαρούμενες διαβεβαιώσεις του τύπου «μα ο Αλέξης είναι καλό παιδί, πιστεύει στα ανθρώπινα δικαιώματα», «αποκλείεται να θέλει να τους εκδώσει», «αποκλείεται να μίλησε στη Θάνου», και άλλα τέτοια.

Καλπαδάκης: Αν δεν τους δώσουμε στον Ερντογάν θα κάνει πόλεμο

Ο δεύτερος δεν ήταν άλλος από τον κ. Καλπαδάκη. Το κλίμα ήταν εδώ τελείως διαφορετικό. Πάλι τυπικά ευγενικό, αλλά οι ματιές μας τώρα έβγαζαν φωτιές. Σε αυτόν διατύπωσα τις προειδοποιήσεις μου όσο γίνεται πιο απόλυτα: «Αν τους δώσετε πίσω, παραβαίνοντας κάθε αρχή ανθρωπισμού, ηθικής και νομιμότητας, σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω σκοπό της ζωής μου να σας ξεφτιλίσω σε όλο τον πλανήτη!». Τα λόγια μου ακούγονται ίσως φαιδρά σήμερα –στο κάτω-κάτω, ποιος ήμουν εγώ να απειλώ μια κυβέρνηση με τέτοια τρομερά πράγματα;– αλλά στη στιγμή και στον τόνο που λέγονταν έβλεπα ότι έπιαναν τόπο. Ο κ. Καλπαδάκης ήξερε άλλωστε, όπως μου είπε, ότι όλη τη δημοσιότητα για τη σωτηρία των Οκτώ, που περιλάμβανε ήδη και τον ξένο Τύπο αλλά και προειδοποιήσεις προς την Ελλάδα διεθνών πολιτικών οργανισμών, την είχα ξεκινήσει εγώ.

Αλλά αφού είχε διαπιστώσει το κίνητρό μου να τον συναντήσω, σε κάποια στιγμή, προς μεγάλη μου κατάπληξη ομολογώ, σε τόνο σχεδόν παρακλητικό, άρχισε να προσπαθεί να με πείσει ότι αν οι Οκτώ δεν εκδίδονταν, ο «Ερντογάν θα θυμώσει πάρα πολύ». «Ε, ας θυμώσει», του είπα εγώ. «Δεν είναι έτσι απλό», συνέχισε, κουνώντας το κεφάλι σοβαρά. «Ο θυμός του θα έχει τρομερές συνέπειες». Και πες, πες, κατέληξε να μου πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αν δεν εκδώσουμε τους Οκτώ θα γίνει πόλεμος. Εγώ έμεινα άφωνος. «Μα το πιστεύετε σοβαρά αυτό;», ρώτησα. «Ναι, και έχουμε έγκυρες πληροφορίες. Και σας παρακαλώ να το πιστέψετε και εσείς». (Οι έγκυρες πληροφορίες σίγουρα περιλάμβαναν και την κυρία Barutçu.) Η παράκλησή του πάντως δεν είχε αποτέλεσμα, και χωρίσαμε, με εκείνον να μου λέει ότι θα μεταφέρει τα λεγόμενά μου στον Τσίπρα, και εμένα να του λέω ότι ήμουν στη διάθεσή του αν ήθελε να μου μεταφέρει κάποιο σχόλιο ή ερώτηση. Δεν επικοινώνησε ξανά.

Με τον κ. Καλπαδάκη είχα όμως και μια δεύτερη συνάντηση, αυτή μάλιστα με παρόντα, μαζί μου, έναν διακεκριμένο πολίτη, επιστήμονα και δημόσιο διανοούμενο. Αυτή έγινε δύο χρόνια μετά την πρώτη, όταν, ύστερα από τις επίμονες προσπάθειες των υπουργών Μετανάστευσης, διαδοχικά, Μουζάλα και Βίτσα, να ακυρώσουν με παρεμβάσεις τους τις αποφάσεις απονομής ασύλου στους Οκτώ, που είχαν εκδώσει οι αρμόδιες επιτροπές, η υπόθεσή τους κερδήθηκε θριαμβευτικά στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με ομόφωνη απόφαση. Όμως, ο στενός φίλος των αδελφών Τζανακόπουλων, Μάρκος Καραβίας, που είχε στο μεταξύ διορισθεί, ως πρωθυπουργικός εκλεκτός, επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασύλου, αρνιόταν να τους χορηγήσει το άσυλο. Δηλαδή, με κοτζάμ Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας να το έχει αποφασίσει ομόφωνα, αυτός προτιμούσε να υπακούει τις εντολές του Μαξίμου. Είδαμε λοιπόν τον κ. Καλπαδάκη, μαζί με τον διακεκριμένο πολίτη που ανέφερα, για να διαμαρτυρηθούμε. Αλλά εκείνος μας ειρωνευόταν, με «αααα, ξέρετε πόσες άλλες χιλιάδες αιτήσεις ασύλου έχουν προτεραιότητα», και διάφορα παρόμοια. Και όταν του είπα ότι από όσο ήξερα καμία από αυτές τις άλλες δεν είχε πίσω της ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και ότι υπήρχαν και ένδικα μέσα για να τους πιέσουμε, εκείνος απάντησε, με αντίστοιχο τόνο, «ααα, ξέρετε τι φοβερό πράγμα είναι η γραφειοκρατία;». Τον ρώτησα να μου πει ειλικρινά, γιατί αυτά τα καραγκιοζιλίκια, και τι στην ευχή του Θεού φοβόταν αν δινόταν το άσυλο στους Οκτώ, απλώς υπακούοντας το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας. Και, πες, πες, ξαναφτάσαμε στη μαγική λέξη: «Πόλεμος».

Δεν πίστευα στα αυτιά μου. «Πάλι πόλεμος;», του είπα. «Και με τον Άρειο Πάγο μού λέγατε ότι θα γίνει πόλεμος, αν δεν εκδοθούν οι Οκτώ, και δεν έγινε». «Ναι », μου είπε ο δαίμων αυτός της διπλωματίας. «Αλλά δεν ξέρετε τι αγώνα δώσαμε εμείς για να μη γίνει!». Δεν άντεξα να συγκρατήσω τα γέλια μου, καθώς τον φαντάστηκα, μαζί με τον Τσίπρα, αντιμέτωπους με τον στρατηλάτη Ερντογάν επικεφαλής των ετοιμοπόλεμων στρατευμάτων του, να τον πείθουν να κάνει όπισθεν.

Στην προηγούμενη συνάντησή μας είχα καταλήξει ότι ο άνθρωπος αυτός, που υπό το καθεστώς τρόμου που του είχε εμπνεύσει η τουρκική πολιτική ηγεσία, ότι τάχα θα μας επιτεθούν αν δεν εκδώσουμε ή δώσουμε άσυλο στους Οκτώ, ήταν αφελής σε βαθμό ανοησίας. Τη δεύτερη φορά όμως, όταν άκουσα ότι περίμενε να πιστέψω ότι δεν έγινε πόλεμος χάρη στις προσπάθειές «τους», κατάλαβα ότι πρέπει να θεωρεί ανόητο και εμένα. Αυτό μου το επιβεβαίωσε στο τέλος της συνάντησης, όταν μείναμε ένα λεπτό οι δυο μας, στην πόρτα του γραφείου του, και ο κ. Καλπαδάκης μου είπε κατ’ ιδίαν ότι έχει από μένα ένα παράπονο. Τον ρώτησα ποιο ήταν και μου είπε ότι ανέμειξα την προσωπική του ζωή στην πολιτική –αυτό, καθώς είχα ήδη σχολιάσει δημόσια τη σχέση του με την κ. Barutçu. Του είπα ότι, να με συμπαθάει, αλλά η σχέση αυτή, εφ’ όσον εκείνος κατείχε τη θέση που κατείχε, δεν ήταν θέμα προσωπικής ζωής, αλλά εθνικής ασφάλειας. Και τότε μου είπε το αμίμητο: «Οι αρμόδιες υπηρεσίες (η ΕΥΠ του Ρουμπάτη υποθέτω εννοούσε) ενημερώθηκαν και δεν βρήκαν στο γεγονός της σχέσης τίποτε το επιλήψιμο». Του είπα ότι η σχέση όντως δεν ήταν επιλήψιμη: απαγορευτική ήταν η συνύπαρξη της σχέσης και της θέσης του στο Μαξίμου. «Οι αρμόδιες υπηρεσίες θεώρησαν ότι δεν ήταν», μου είπε. Αυτή τη φορά δεν γέλασα. Για κλάματα ήταν το θέμα –με δάκρυα οργής για τα χάλια μας.

Ο Βαγγέλης Καλπαδάκης ενημερώνει καθ΄οδόν τον Αλέξη Τσίπρα προφανώς για θέματα της αρμοδιότητας του

Σε κάθε περίπτωση, το κακό που δεν κατάφερε να κάνει η παρέα του Μαξίμου στους Οκτώ, χάρη σε κάποια ενεργά μέλη της κοινωνίας των πολιτών, τους ανιδιοτελείς και άξιους δικηγόρους τους και τους υψηλόφρονες δικαστές μας, ξέσπασε εναντίον εκατοντάδων άλλων αθώων ανθρώπων, που οι υποθέσεις τους δεν είχαν δυστυχώς τη δημοσιότητα των Οκτώ. Στα σκοτεινά έφταναν στην Ελλάδα, φυγάδες από τον Ερντογάν, και στα σκοτεινά, διώχνονταν, βάρβαρα και απάνθρωπα, και παραδίνονταν στα χέρια των δεσμωτών τους.

Βλέπετε, μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, η παρέα του Μαξίμου ήταν πλέον σε απόλυτο πανικό, αφού ο Ερντογάν έπνεε μένεα εναντίον του Τσίπρα, που τον «είχε γελάσει» με τους Οκτώ. Από την πλευρά του βέβαια, και με τα μυαλά του, επί προσωπικού ο Ερντογάν είχε δίκιο: ο Τσίπρας είχε κατ΄αυτόν αθετήσει τον λόγο του. Και αντιδρώντας στην οργή του Ερντογάν, εικάζω υπερενισχυμένη από το ηχείο της κυρίας Barutcu, οι «τσιπραίοι» υπερέβαλλαν εαυτόν, να δείξουν με κάθε τρόπο στον Ερντογάν ότι το μήνυμα είχε ληφθεί. (Ξεφεύγω από το ύφος μου αποκαλώντας το περιβάλλον Μαξίμου «τσιπραίους», αλλά τους το χρωστάω: γιατί ξέρω καλά ότι η παρεούλα του πρωθυπουργού αποκαλούσε τους αμπαροκλειδωμένους Οκτώ «χουνταίους»). Ήθελε λοιπόν πάση θυσία ο Τσίπρας να περάσει το μήνυμα στον τούρκο πρόεδρο, ότι δεν μπόρεσε μεν να του επιστρέψει τους Οκτώ –«εγώ ήθελα, Ταγίπ μου, αλλά βλέπεις αυτοί οι δικαστές», κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Ερντογάν– αλλά δεν θα είχαν την ίδια καλή τύχη άλλοι τούρκοι φυγάδες, που θα προσπαθούσαν να ζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα.

Ο ρόλος της πρώην Αντιστρατήγου Ζαχαρούλας Τσιριγώτη

Και έτσι στήθηκε ένας σκοτεινός μηχανισμός επαναπροωθήσεων. Η αντιστράτηγος Ζαχαρούλα Τσιριγώτη, όχι μόνο άνθρωπος με ισχυρή κομματική σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ –σήμερα άλλωστε είναι επίσημα σύμβουλος του Τσίπρα– αλλά στενή φίλη της Barutcu, και τακτική συνδαιτυμόνας του ζεύγους, διορίσθηκε Γενική Επιθεωρητής Αλλοδαπών και Φύλαξης Συνόρων, θέση που δημιουργήθηκε ειδικά για εκείνη, τότε. Όλοι μας φυσικά έχουμε εικόνα για το πόσο «καλά» φυλάγονταν τα σύνορά μας επί της θητείας της. Σε έναν όμως ειδικά τομέα, αρίστευε: οι τούρκοι φυγάδες από τον Ερντογάν που έφταναν με χίλιους κόπους και κινδύνους, για να ζητήσουν άσυλο στη δική μας πλευρά του Έβρου, μόλις έδιναν τα στοιχεία τους και αν ήταν καταζητούμενοι από τον Ερντογάν, επαναπροωθούνταν, βίαια και, φυσικά, παράνομα. Όσο για το ότι τους είχε στον στόχο ο Ερντογάν, οι δικοί μας δεν το μάθαιναν από λίστες της Ιντερπόλ, που αποτελούν τις μόνες νόμιμες πηγές βάσει των οποίων μπορεί μια χώρα να συλλάβει –όχι όμως να επαναπροωθήσει– κάποιον που περνά τα σύνορά της και καταζητείται από άλλη χώρα, απλούστατα γιατί σε αυτές τις λίστες δεν υπήρχαν. Η πληροφορία ότι καταζητούνταν μπορούσε άρα να προέρχεται μόνο από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Ερντογάν Δυστυχώς έλληνες κρατικοί λειτουργοί σε αυτό το βάρβαρο, απάνθρωπο παιχνίδι.

Τα παρακολουθούσα στενά εκείνο τον καιρό και ξέρω πάμπολλες περιπτώσεις επαναπροωθήσεων. Λιγοστοί καταζητούμενοι φυγάδες που, είτε από εξυπνάδα είτε από φόβο, δήλωναν ψεύτικα ονόματα, και με μπόλικη παραπανήσια τύχη στο πλευρό τους, κατάφεραν και πέρασαν ασφαλώς, με τα μπουλούκια των άλλων εθνικοτήτων, που η φύλαξη των συνόρων Τσιριγώτη άφηνε να περνούν. Όσοι όμως τούρκοι φυγάδες (δυστυχώς οι περισσότεροι) έδιναν τα χαρτιά τους, και έκαναν από πάνω το λάθος να πούνε ότι διώκονται, πιστεύοντας αφελώς ότι αυτό σε μια πολιτισμένη χώρα αποτελεί αιτία παροχής ασύλου, στέλνονταν πίσω πάραυτα.

Η διαδικασία ήταν σκοτεινή και φρικαλέα και βεβαίως, βαθύτατα παράνομη –με μπόλικα κακουργήματα φορτωμένη. Οι ταλαίπωροι ικέτες παραδίδονταν από έλληνες κουκουλοφόρους, οι οποίοι, σε βανάκια χωρίς πινακίδες τους πήγαιναν ως την όχθη του Έβρου, αφού πρώτα είχαν ειδοποιήσει τη ΜΙΤ ότι φθάνουν. Με βάρκες πέρναγαν τους δύσμοιρους αυτούς ανθρώπους απέναντι και τους παρέδιδαν στους τούρκους πράκτορες, που τους περίμεναν από την άλλη. Συχνά, τα ονόματα όσων επαναπροωθούνταν τα βλέπαμε την επομένη στα τούρκικα μέσα με την περιγραφή «συνελήφθη στο Εντιρνέ (Αδριανούπολη) προσπαθώντας να αποδράσει στην Ελλάδα». Αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν, και η προειδοποίηση στους άλλους που θα τολμούσαν, της επαναπροώθησης.

Στα κατορθώματα της Τσιριγώτη έχω και ένα μικρό που με αφορά προσωπικά: άνθρωποί της παρακολουθούσαν και μένα για ένα διάστημα, λες και ήμουν κανένας κακούργος –υποθέτω χωρίς εισαγγελική εντολή. Αυτό σταμάτησε όταν τους φωτογράφισα κρυφά και τις έστειλα τις φωτογραφίες τους, και της έγραψα ότι οι επόμενες θα είναι στο Facebook. Και επιπλέον, μας ξεγέλασε, ύπουλα και μπαμπέσικα, εμένα αλλά και κάποιους από τους νομικούς παραστάτες των Οκτώ, ζητώντας να πάμε στο γραφείο της τάχα «για να μας μιλήσει για την προστασία ενός από αυτούς», που είχε απελευθερωθεί από τις επιτροπές ασύλου, ώστε οι άνθρωποί της να τον αρπάξουν κατά την απουσία μας.

Για τις επαναπροωθήσεις τούρκων αντικαθεστωτικών στην Τουρκία επί ΣΥΡΙΖΑ, και την παράδοσή τους, από κουκουλοφόρους, στους τούρκους ασφαλίτες, γράφτηκαν τότε αρκετά πράγματα, και καταγγέλθηκαν πολλά περιστατικά από αρμόδιους φορείς, με ονόματα, στοιχεία, υλικό και μάρτυρες, ανάμεσά τους από την Ελληνική Ένωση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, αλλά και διεθνείς οργανισμούς, ανάμεσά τους την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης, όπως και πολλούς πολίτες. Επιπλέον, έγιναν για αυτές αρκετές μηνύσεις από συγγενείς θυμάτων, που όμως οι περισσότερες έχουν καταλήξει. Αυτό ήταν εν μέρει κατανοητό από δικαστικής πλευράς, γιατί οι μηνύσεις γίνονταν από φόβο «κατά παντός υπευθύνου», αντί συγκεκριμένων αξιωματικών, κατηγορία που δύσκολα φτάνει στο ακροατήριο, και βέβαια χωρίς μάρτυρες αστυνομικούς. Αλλά τα εγκλήματα έγιναν. Και οι εγκληματίες υπήρξαν, βάσει των επίσημων ελληνικών και διεθνών καταγγελιών. Και ελπίζω κάποτε, με τα στοιχεία που έχουν συλλεγεί και συλλέγονται ακόμα, οι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν αν όχι στη Δικαιοσύνη, τότε στην Ιστορία.

Ο πίνακας δείχνει σχηματικά τις σχέσεις των ανθρώπων που αναφέρονται, την ύπαρξη και τη φύση τους, καθώς και (σε μαύρο φόντο) τα αποτελέσματά τους. Οι μαύρες γραμμές δείχνουν άμεσες σχέσεις, ενώ οι διακεκομμένες έμμεση. Η μία γραμμή με παύλες, δηλώνει συμβάν

Βλέποντας το θέμα εκ των υστέρων, πολιτικά, το «τάξιμο» των Οκτώ από τον Τσίπρα, και οι απεγνωσμένες προσπάθειες του περιβάλλοντός του να τους επιστρέψουν με κάθε παράνομο τρόπο, ήταν η αρχή κάθε κακού. Αν ο Τσίπρας, έχοντας πληροφορηθεί από νομικούς ότι δεν ήταν στις αρμοδιότητές του να υποσχεθεί κάτι τέτοιο, έστω και αφού το είχε κάνει, παραδεχόταν δημόσια ότι είχε κάνει λάθος τάζοντας τους Οκτώ, και ότι τα καθήκοντά του, όπως ορίζονται από το Σύνταγμα, δεν του το επέτρεπαν, δηλαδή αν είχε τολμήσει να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό, θα είχε ανακτήσει την αξιοπρέπειά του και θα είχε φερθεί ως όφειλε, ως ηγέτης, μένοντας μακριά από κάθε παιχνίδι με τη Δικαιοσύνη. Αλλά αυτό το λάθος του, άπαξ και δεν ομολογήθηκε, εξελίχθηκε από το κακό στο χειρότερο. Το λάθος έγινε έγκλημα.

Είχε βέβαια προϋπάρξει η απαράδεκτη και ασύγγνωστη πράξη του να διορίσει Διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του τον Καλπαδάκη, που τον είχε ήδη σύμβουλο από το 2014. Το έκανε επειδή ο Καλπαδάκης ήταν ανιψιός του κ. Βούτση, επειδή τον συμπαθούσε, επειδή του φαινόταν πειθήνιος; Δεν ξέρω. Γεγονός είναι, πάντως, ότι η θέση αυτή ανατίθεται πάντα σε παλιούς διπλωμάτες, με τον βαθμό του πρέσβη, εν ενεργεία ή συνταξιούχους, και πάντως ανθρώπους με τεράστια πείρα και γνώση. Αντίθετα, ο Καλπαδάκης ήταν ένας νεαρός, άπειρος διπλωμάτης, που μόλις είχε επιστρέψει από τριετή τοποθέτηση στην Άγκυρα, όπου αναπτύχθηκε το ειδύλλιο με την Barutçu. (Αν πίστευα στις θεωρίες συνωμοσίας, θα έλεγα ότι υπήρξε στην αρχή του ειδυλλίου κάποια ενθάρρυνση, από τουρκικής πλευράς).

Από εκεί και πέρα, με τη σχέση δεδομένη, και την άφιξη στην Αθήνα της Barutçu, μόλις ανέλαβε στο Μαξίμου ο Καλπαδάκης, η υπόλοιπη θητεία του είναι εξ ορισμού σκανδαλώδης. Η επιλογή του Καλπαδάκη από τον Τσίπρα, αλλά και η ανεπάρκεια και φοβικότητα του δεύτερου, τους έκαναν να πιστεύουν για την Τουρκία όσα τους σέρβιρε η πλευρά Ερντογάν, άλλα μέσω δημοσιότητας, άλλα μέσω κρεβατομουρμούρας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι την εθνική μας πολιτική, τουλάχιστον στο ζήτημα της τήρησης του διεθνούς δικαίου, του σεβασμού του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και της ανθρωπιάς, σε θέματα ασύλου, τη διαχειρίζονταν φοβικά ανθρωπάρια. Πρίμο-σεκόντο, το Μαξίμου από τη μία, και από την άλλη η Τσιριγώτη στην Αστυνομία και ο Καραβίας στην Υπηρεσία Ασύλου.

Τέλος πάντων, άλλαξε το καθεστώς και η νέα κυβέρνηση, υπακούοντας στον νόμο, έδωσε στους Οκτώ το άσυλο, όπως άλλωστε ήταν υποχρεωμένη από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η θλιβερή παρένθεση του ΣΥΡΙΖΑ πέρασε. Αλλά, αναρωτιέμαι, τι κατάλοιπα άφησε στην κοινωνία, τα ΜΜΕ, την κοινή γνώμη αλλά και την πολιτική μας, εκείνη η καραμέλα που ακούγαμε τότε, για τον «δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Τουρκίας», όπως πάντα αναφερόταν ο Τσίπρας στον Ερντογάν –«και ο Χίτλερ δημοκρατικά εκλεγμένος ήταν» θύμισε καίρια ο αλησμόνητος Σταύρος Τσακυράκης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αντικρούοντας τους νομικούς ισχυρισμούς της κυβέρνησης κατά του ασύλου των Οκτώ– και πόσοι ακόμα πιστεύουν τα περί «χουνταίων», όχι μόνο για τους Οκτώ, αλλά για όλους τους εχθρούς του Ερντογάν; Και, ακόμα περισσότερο, αναρωτιέμαι πόσο παραμένει σήμερα ζωντανή η φοβικότητα που τότε δημιουργήθηκε και έγινε ενδημική στο πολιτικό περιβάλλον του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά στο πώς εκφράζεται στο ζήτημα των τούρκων ικετών στα χώματά μας; Οι άνθρωποι φεύγουν από το προσκήνιο. Αλλά κάποτε τα φαντάσματά τους μένουν.

Τελειώνω λέγοντας ότι από τα ονόματα που αναφέρθηκαν εδώ, πλην των δύο πρωταγωνιστών, Ερντογάν και Τσίπρα, και των γνωστών πολιτικών, για τους οποίους ενημερωνόμαστε από τα ΜΜΕ, οι κ.κ. Αποστολάκης, Καλπαδάκης και Τσιριγώτη ανήκουν τώρα επίσημα στο σκιώδες ΚΥΣΕΑ του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Ρουμπάτης, πήγε σπίτι του. Η σχέση Καλπαδάκη-Barutçu, από όσο γνωρίζω έχει λήξει. Εκείνη, με το που άλλαξε η κυβέρνηση στην Αθήνα, επέστρεψε το καλοκαίρι του 2019 στην Αγκυρα και υπηρετεί στη Γενική Διεύθυνση Αεροναυτιλίας και Ασφάλειας Συνόρων, αν αυτό σας λέει κάτι.

Ο κ. Καραβίας ωστόσο παραμένει και σήμερα διευθυντής της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο άνθρωπος αυτός είναι για μένα ένα μυστήριο: κολλητός των αδελφών Τζανακόπουλων, άνθρωπος του στενού κύκλου του συριζαίικου Μαξίμου, που τοποθετήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου για φιλικούς και κομματικούς λόγους, παρέμεινε στη θέση του μετά την ήττα της κυβέρνησης που τον διόρισε. Δέχομαι ότι αρχικά η σημερινή κυβέρνηση τον άφησε να ολοκληρώσει τη θητεία του, για να μην κάνει κομματικούς διωγμούς. Και αυτό είναι με κάποια έννοια αξιέπαινο.

Αλλά δεν εξηγεί τη στάση του κ. Μηταράκη, ο οποίος πρόσφατα αναβάθμισε τον κ. Καραβία, από «διευθυντή» σε «διοικητή», παρατείνοντας τη θητεία του. Γιατί άραγε; Και ο ίδιος ο Καραβίας γιατί έμεινε, αν και αρχικά διορισμένος ως κομματικός εγκάθετος; Δύο πιθανούς λόγους βρίσκω: ή συνηθίζει να προσκολλάται στην εξουσία από όπου και αν προέρχεται, ή αλλιώς παραμένει πιστός στην προηγούμενη παρέα του και αποτελεί στη θέση αυτή πολιτικά παρείσακτο, «εισοδιστή» που λέγαν και παλιοί κομμουνιστές, που συνεχίζει την πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά για τους τούρκους φυγάδες –θα επανέλθω στο ζήτημα, με νέο άρθρο. Δεν ξέρω ποιος γνωρίζει τα πραγματικά κίνητρα του κ. Καραβία, εκτός από τον ίδιο. Πάντως σίγουρα όχι ο κ. Μηταράκης.

Σημείωση: Οσες πληροφορίες περιέχονται σε αυτό το άρθρο και δεν είναι δημόσια γνωστές, προέρχονται από δικές μου προσωπικές πηγές και συναντήσεις, που άλλες αναφέρω και κάποιες οφείλω, για λόγους είτε υπόσχεσης είτε δεοντολογίας, να προστατεύσω, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Αυτές τις έχω όλες καταγράψει, αλλού, και υπάρχουν διαθέσιμες. Πηγή: Protagon.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ όλο το εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Απόστολου Δοξιάδη στο protagon.gr ΕΔΩ