Κώστας Τριανταφυλλάκης: Η συγκινητική επίσκεψη στο Τσιαλί, το χωριό των παππούδων μου στην Ανατολική Θράκη

Κώστας Τριανταφυλλάκης: Η συγκινητική επίσκεψη στο Τσιαλί, το χωριό των παππούδων μου στην Ανατολική Θράκη

Ο συμπατριώτης μας  συγγραφέας Κώστας Τριανταφυλλάκης που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Ασημένιο Διδυμοτείχου, επισκέφθηκε πριν λίγες ημέρες το χωριό των παππούδων του, το Τσιαλί της Ανατολικής Θράκης, που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά των χωριών Πετράδες, Πραγγί.

Έκανε έτσι πραγματικότητα ένα όνειρο και στόχο χρόνων και με μια συγκινητική ανάρτηση στην προσωπική του σελίδα, αφηγήθηκε όσα έζησε κατά την επίσκεψη του στο χωριό των προγόνων του, από εκεί που ήρθαν πρόσφυγες περνώντας τον ποταμό Έβρο. Το συγκεκριμένο σπίτι μπορεί να μην το εντόπισε, αλλά έγραψε ένα σπουδαίο κείμενο, που αξίζει να διαβαστεί από όλους.
“Χρόνια τώρα κρατούσε αυτή η μάχη με τους δαίμονες τους παρελθόντος…. Ήττες και πληγές των παιδικών χρόνων…. Εικόνες από αφηγήσεις του παππού και της γιαγιάς από πέρα…Και όταν έλεγαν πέρα, εννοούσαν το σπίτι, τα χωράφια τους, το χωριό τους, τη ζωή τους, την πατρίδα τους. Τα άγια χώματα που γεννήθηκαν και είδαν το φως του ήλιου…
Τα χωριά πέρα από τον Έβρο, στην Ανατολική Θράκη…
Και όταν έδειχναν πέρα και δάκρυζαν, τότε δεν καταλάβαινα…Τώρα καταλαβαίνω…
Την Τρίτη ήταν η μέρα που είχα αποφασίσει να κάνω αυτό που χρόνια απέφευγα. Να πάω στο χωριό του παππού μου.
Συνοδοιπόρος η Χρυσούλα Τοφάκη. Κατά μια διαβολική σύμπτωση είχε και αυτό τη σημασία του. Οταν η γιαγιά μου, σ’ εκείνη την καταραμένη ανταλλαγή τον Οκτώβριο του 1922, όταν σε 10 μέρες οι παππούδες μας εγκατάλειψαν την Ανατολική Θράκη, χωρίς να πέσει ούτε μια ντουφεκιά, οι παππούδες της Χρυσούλας, βοήθησαν τη γιαγιά μου στο πέρασμα, καθ’ οτι ο δικός μου ο παππούς ήταν χαμένος και τραυματισμένος, κάπου στον Σαγγάριο….
Από τις Καστανιές, περάσαμε για Αδριανούπολη. Οι Τούρκοι μας υποδέχθηκαν στο φυλάκιο με ανεπιτήδευτη ευγένεια και χαμόγελο. Πρόθυμοι και χαμογελαστοί να παράσχουν κάθε διευκόλυνση.
Από την Αδριανούπολη δεξιά, πήραμε τον δρόμο για Κωνσταντινούπολη. Η εθνική οδός σύγχρονη, ασφαλής, καμιά σχέση με το χάλι που έχει η αντίστοιχη Εθνική οδός (λέμε τώρα) που διασχίζει τον Έβρο.
Όταν αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε από το αστικό τοπίο και να οδηγούμε στην ενδοχώρα, οι εικόνες ήταν τόσο οικείες. Όπως ακριβώς στον Έβρο.
Ηλίανθοι, να παίζουν με τον ήλιο και καλαμιές από θερισμένα στάρια. Μπάλες από άχυρο… Όμως, από εδώ, όσο βλέπει το μάτι σου, όλο κάμπος, εύφορα εδάφη, γόνιμα, ούτε μια σπιθαμή ακαλλιέργητη.
Όπως ακριβώς το έλεγε ο παππούς μου, ευλογημένος τόπος…
Σε λιγότερο από μια ώρα, φτάσαμε στο Ουζούν Κιοπρού, τη Μακρά Γέφυρα. Για αυτή την επίσκεψη, θα αναφερθώ σε άλλο σημείωμα.
Από τον Ουζούν Κιοπρού, πήραμε τη νέα γέφυρα, κάναμε αριστερά, στα 9 χιλιόμετρα ήταν το Τσιαλί.
Όσο πλησιάζαμε, οι εικόνες γινόταν ακόμα πιο οικείες. Αριστερά και δεξιά, “φεγγάρια”. Όσο βλέπει το μάτι σου. Αριστερά μας, η εύφορη κοιλάδα του Εργίνη, καταπράσινη.
Όσο ανεβαίναμε το μικρό λόφο, όλο και περισσότερο αισθανόμουν ότι βρίσκομαι στο χωριό μου. Σε κάθε χωριό του Έβρου. Τόσο μακρινό, αλλά τόσο οικείο…Τόσο γνώριμο.
Σε λιγότερο από 15 λεπτά άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σπίτια.
Αίφνης συνειδητοποιώ, ότι ακριβώς στις απέναντι πλαγιές, πέρα στους λόφους, άσπρα με τα κόκκινα κεραμίδια τους, ήταν τα χωριά της Δυτικής Θράκης! Μια πατρίδα, χωρισμένη στα δυο.
Εκεί όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες παππούδες μας…Δεν πήγαν μακριά, ακριβώς απέναντι. Τι μαρτύριο κι αυτό. Να βλέπουν τον τόπο απ’ όπου ξεριζώθηκαν..
Ίσως γιατί δεν έσβησε ποτέ η Ελπίδα, ότι τα εγκατάλειψαν για πάντα…
Η κεντρική πλατεία, όπως ήταν ακριβώς η Πλατεία του χωριού μου, το Ασημένιο, τη δεκαετία του 1960.
Το καφενείο στο κέντρο του χωριού, το σχολείο, ο θρησκευτικός τους χώρος και όλοι οι δρόμοι κατέληγαν στο κέντρο.
Παρκάραμε και σαν να ήμαστε στο χωριό μας, καθίσαμε στο καφενείο.
Καρέκλες παλιές, φθαρμένες απ’ το χρόνο. Τραπεζομάντηλα ξεφτισμένα, το κτήριο παλιό…
Καθίσαμε άνετοι. Στην αρχή ήταν καμιά δεκαριά, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι. Μας κοίταζαν με περίεργο μάτι. Μετά. όταν τους είπαμε ότι είμαστε από Ελλάδα, από απέναντι, άρχισαν να κουνάνε τα κεφάλια του, να γελάνε αμήχανα και να μας χαιρετάνε. Και να γίνονται πολλοί!!!!
Ένας νεαρός, ο γιός του καφετζή, μας έφερε καφέ και τσάι. Σε χάρτινες κούπες, ευρωπαϊκές. Στους άλλους σερβίριζε μ’ αυτά τα μικρά ποτηράκια.
Ύστερα άρχισαν αν μας ρωτάνε τι θέλουμε.
Τους είπα ότι ήρθα για να δω το χωριό του παππού μου, που έφυγε από εκεί το 1922…
Και ήθελε πάντα να γυρίσει εκεί…
Αίφνης, τα γανιασμένα πρόσωπά τους σφίχτηκαν….
Μερικοί, οι γεροντότεροι, δάκρυσαν κιόλας…
Ο Χασάν, ήρθε δίπλα μου, δακρυσμένος, ανοίγει το κινητό του και μου δείχνει την γαμήλια φωτογραφία του πατέρα του, με τον παππού του στη μέση. Ήταν από τη Δράμα. Και του παππού του δεν του άρεσε στο Τσιαλί, μέχρι που πέθανε, ήθελε να γυρίσει στη Δράμα.
Ο νεαρός Ιμπρο (από το Ιμπραήμ), ήρθε με μια αγκαλιά αναψυκτικά και μας έδειξε μια παρέα, που ήθελε να μας κεράσει, και μας συμβούλεψε να πούμε ναι γιατί θα ήταν μεγάλη προσβολή, αν αρνιόμασταν. Εγώ πήρα μια γκαζόζα! “Γκαζόζ, γκαζόζ”, φώναξαν όλοι, που επιτέλους βρήκαμε κώδικες επικοινωνίας.
Ο Ιμπρο, που μιλούσε λίγα Αγγλικά, έκανε τον διερμηνέα.
Σε λίγο, έφτασε ο Πρόεδρος του χωριού, προφανώς ενημερωμένος από κάποιους, και μας ρώτησε αν ξέραμε που ήταν το σπίτι του παππού μας, για να πάμε να μας το δείξει.
Δυστυχώς, δεν είχαμε ιδέα.
Φώναξα τον Ιμπρο και του είπα ότι θέλω και εγώ να τους κεράσω όλους. Μου είπε πως δεν είναι καλή ιδέα. Επέμενα. Τους ρώτησε στα τούρκικα και τους ακούμε όλους να… εξεγείρονται! “Είστε καλεσμένοι μας, δεν γίνεται να κεράσετε εσείς. Εμείς κερνάμε!!!”
Στράφι πήγε η επιμονή μου.
Αφού για καμιά ώρα μας έλεγαν ιστορίες, για την οικτρή οικονομική τους κατάσταση. “10 λίρες ένα ευρώ” μας έλεγε απελπισμένος ο Χασάν, ήρθε ο Ιμπρο και μας ρώτησε αν θέλουμε να καθίσουμε για φαγητό γιατί θα έφτιαχναν “κιοφτέδες”!
“Κεφτέδες, κεφτέδες”, φώναξα εγώ και ξέσπασαν σε επιφωνήματα, που καταλαβαινόμαστε.
Επειδή είχαμε ταξίδι, για τη Ραιδεστό στα παράλια, είπαμε στον Ιμπρο να τους εξηγήσει ευγενικά ότι δεν προλαβαίνουμε.
“Την επόμενη φορά”, τους είπα. Κάναμε, λοιπόν, μια συμφωνία για την επόμενη φορά, να μας φιλέψουν κεφτέδες.
Μετά άρχισαν να μας ρωτάνε, πώς είναι το χωριό μας. “Όπως και το δικό σας”, του απάντησα.
Η πικρή αλήθεια είναι οτι το δικό τους χωριό, ήταν φτωχό, τα σπίτια παλιά, χαμόσπιτα, όπως ήταν τα δικά μας το ’50 και το ’60.
Ο Ιμπρο μας εξήγησε ότι στο χωριό μένουν πια λιγότεροι από 250 άνθρωποι, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι (όπως και στο Ασημένιο), ότι το σχολείο τους έκλεισε και τα λίγα παιδιά κάνουν την διαδρομή των 9 χιλιομέτρων και πάνε στο Ουζούν Κιοπρού (όπως και στο Ασημένιο),όοτι τα νέα παιδιά έφυγαν μετανάστες είτε για την Κωνσταντινούπολη, είτε το εξωτερικό, όπως και πολλά χωριά του Εβρου.
Είχε περάσει πλέον το μεσημέρι, ο χρόνος μας πίεζε. Ένας παππούς μας έφερε τρείς στρογγυλές γκοφρέτες, να έχουμε για τον δρόμο μας. Πρέπει να κόστιζαν ίσαμε με 10 λίρες. Οι φτωχοί είναι πάντα γενναιόδωροι…
Φεύγοντας, πήγα ν’ αφήσω κάτι λεφτά στον Ιμπρο. Ξεσηκώθηκαν όλοι και με χειρονομίες έδειχναν ότι δεν ήταν σωστό. Όπως ακριβώς θα έκαναν οι γέροντες και σε κάθε χωριό του Έβρου. Ο Ίμπρο αρνιόταν. “Είμαστε αδέρφια!’ μου λέει στα Αγγλικά και μ’ αποτελειώνει το τσογλάνι.
Του απαντώ ότι ως μεγάλος αδερφός, θέλω να κάνω ένα δώρο στον….μικρό μου αδερφό. Τον παρακάλεσα να το μεταφράσει. Μεσολάβησαν λίγα λεπτά σιωπής, αλλά ο πατέρας του Ιμπρο, που είχε το γενικό πρόσταγμα, έδωσε την έγκριση του και οι άλλοι συμφώνησαν.
Τους χαιρετήσαμε όλους δια χειραψίας. Οι περισσότεροι ήταν βουρκωμένοι, όταν μας αποχαιρετούσαν. Και το σφίξιμο του χεριού θερμό, αδερφικό. εγκάρδιο….
Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο, είχε αρχίσει ο ιμάμης από το τζαμί να λέει τη μεσημεριανή προσευχή…
Πιο πολύ, μ’ έναν λυπητερό αμανέ αποχωρισμού μου έμοιαζε..
Κάναμε το γύρο του χωριού…
Κάπου εκεί γύρω θα ήταν το σπίτι του παππού μου…
Κάπου σ΄ εκείνες τις κατηφοριές θα έτρεχε παιδί, με τα κοντά παντελονάκια του, κάπου εκεί γύρω μεγάλωσε…
Από εκεί έφυγε με τ’ άλογο του το 1920 να πάει να ενταχθεί στον Ελληνικό Στρατό για να φτάσει στην Κόκκινη Μηλιά.
Δεν ξαναγύρισε…
Ο γύρος του χωριού ολοκληρώθηκε, τα σπίτια φτωχικά, ο τόπος όμορφος, αλλά οι καρδιές γεμάτες…
Τώρα καταλαβαίνω…
Κανένα μέρος στον κόσμο, δεν είναι σαν το χωριό σου…
Μόνο στο μέρος που γεννήθηκες και αγάπησες, ανήκεις…
Όλα τα άλλα μέρη, είναι στάσεις του ταξιδιού….
Πατρίδα μας είναι η Ανατολική Θράκη…
Να πάτε στα χωριά των παππούδων σας….

*Ποιος είναι ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης

Ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης γεννήθηκε στο Ασημένιο Έβρου. Τελείωσε το Γυμνάσιο Διδυμοτείχου. Το 1975 ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στην Πάντειο. Το 1979 μετέβη στη Νέα Υόρκη για μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά και πολιτικές επιστήμες (Μaster) και Διεθνείς Σχέσεις (Διδακτορικό). Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1990. Εργάζεται ως Σύμβουλος Επιχειρήσεων σε θέματα marketing και επικοινωνίας. Έργα του: “Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει” (2012), “Ημερολόγια χαρμολύπης” (2014), “Αλλη μια ευκαιρία” (2017), “Μικρές περιπλανήσεις” (2019).