Βασίλης Τσολακίδης: Αυξημένο κατά 1 δισ. ευρώ το μηνιαίο ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα

Βασίλης Τσολακίδης: Αυξημένο κατά 1 δισ. ευρώ το μηνιαίο ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα

του Βασίλη Τσολακίδη*

Το ενεργειακό κόστος ξεπέρασε το ρεκόρ όλων των εποχών στον ηλεκτρισμό, στη θέρμανση και στις μεταφορές, συμπαρασύροντας τον πληθωρισμό σε πρωτόγνωρα ύψη.

Αποδεικνύεται, έτσι, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι για τη χώρα μας, ακόμη και χωρίς την κλιματική κρίση, η ενεργειακή μετάβαση συνιστά υπαρξιακή προϋπόθεση εθνικής ανεξαρτησίας, κυρίως ως προς την οικονομική επιβίωση του λαού μας.

Με λίγα λόγια: Τα γενικότερα εθνικά μας συμφέροντα ταυτίζονται απόλυτα με τα συμφέροντα της φύσης και του κλίματος, διότι η ενέργεια της χώρας μας, εκτός από ρυπογόνα και μεγάλη απειλή για τη φύση και τους κατοίκους, συνιστά ταυτόχρονα τροχοπέδη για την εθνική μας οικονομία, ως εξόχως δαπανηρή, όπως -και κυρίως-, ως εισαγόμενη, αποτελεί πληγή συναλλαγματικής αιμορραγίας, εθνικής εξάρτησης και εκβιασμών.

Χαμηλή ενεργειακή αποδοτικότητα

Το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους στην Ελλάδα αποκτά μεγαλύτερη σημασία λόγω χαμηλής ενεργειακής αποδοτικότητας της οικονομίας μας, αφού για να παράγουμε 10.285 ευρώ καταναλώνουμε 1 toe** (για παράδειγμα, 36 % λιγότερο από τη Γερμανία που παράγει 15.960 ευρώ / 1 toe), με συνέπεια όλα τα προϊόντα μας να αντιμετωπίζουν τεράστιο ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ: 31.12.2019, διάγραμμα 36), η τρέχουσα ετήσια τελική κατανάλωση της χώρας ανέρχεται σε 17,5 Μtoe (εκατ. τόνους ισοδύναμου πετρελαίου) με ΑΕΠ περίπου 175 δισ. ευρώ, δηλαδή η ενεργειακή ένταση ανέρχεται σε 100 τόνους (toe) / 1 εκατ. ευρώ ΑΕΠ (Γερμανία: 63 τόνοι-toe / 1 εκατ ευρώ)

Η ενέργεια αυτή κόστιζε ώς πριν ένα χρόνο 1.400 ευρώ / τόνο (toe) και συνολικά στην εθνική οικονομία, το έτος, 24,5 δισ. ευρώ, δηλαδή 140.000 ευρώ / 1 εκατ. ευρώ ΑΕΠ ή το 14% του ΑΕΠ.

Σήμερα το μεσοσταθμικό κόστος αυξήθηκε κατά 50%, στα 2.100 ευρώ/ τόνο (toe), ή κατά 12,25 δισ. ευρώ / έτος, φτάνοντας σε ετήσια βάση τα 36,750 δισ. ευρώ, δηλαδή 210.000 ευρώ /1 εκατ. ευρώ ΑΕΠ ή 21% του ΑΕΠ (αν παραμείνουν οι τιμές σταθερές).

Με λίγα λόγια, το ήδη υψηλότατο σχετικό ενεργειακό κόστος της χώρας συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο, που αυξήθηκε κατά 12,25 δισ. ευρώ, από το 14 % στο 21% του ΑΕΠ, δημιουργεί πλέον συνθήκες παράλυσης κάθε οικονομικής δραστηριότητας, κυρίως στον πρωτογενή τομέα, ο οποίος ούτως ή άλλως και ώς τώρα αγκομαχούσε.

1.200 ευρώ πρόσθετο κόστος για κάθε νοικοκυριό

Τα 4 εκατ. ελληνικά νοικοκυριά καλούνται να πληρώσουν πρόσθετα σε ετήσια βάση τα 4,8 από τα 12 δισ. ευρώ τον χρόνο για ηλεκτρισμό, θέρμανση και καύσιμα κίνησης.

Ήδη η ενεργειακή φορολογία (δασμοί, φόροι, τέλη, ΕΦΚ, ΦΠΑ κ.λπ.) ξεπερνά τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, η οποία ουδόλως χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση του ενεργειακού μετασχηματισμού της χώρας μας, καθόσον το κόστος χρηματοδότησής του προέρχεται αποκλειστικά από την υπέρμετρη φορολόγηση και πρόσθετα τέλη (ΕΤΜΕΑΡ,ΥΚΩ) στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.

Αυτή η υπερβολική επιβάρυνση καθιστά δυσβάστακτη τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας και κατ’ επέκταση μη ανταγωνιστική σε σχέση με τα συμβατικά καύσιμα. Αντιθέτως, η ηλεκτρική ενέργεια όφειλε να είναι ελκυστικότερη σε σχέση με τις άλλες μορφές ενέργειας, καθώς η πράσινη ενεργειακή μετάβαση βασίζεται στον περαιτέρω εξηλεκτρισμό της οικονομίας.

Προκύπτει, συνεπώς, αυτονόητα η ανάγκη για άμεση ανακούφιση της εθνικής οικονομίας πριν αυτή καταρρεύσει πλήρως, μέσω της αναθεώρησης της υπέρμετρης και δαιδαλώδους ενεργειακής φορολογίας, με ορθολογικότερους και ηπιότερους όρους που θα καθιστούν ελκυστικότερες τις ΑΠΕ έναντι των ορυκτών καυσίμων.

Τώρα πράσινος ενεργειακός μετασχηματισμός

Όλα αυτά εξυπηρετούνται καλύτερα από έναν ριζοσπαστικό πράσινο ενεργειακό μετασχηματισμό, που θα είναι αυτοχρηματοδοτούμενος, θα οδηγεί σε σταδιακό περιορισμό των εισαγόμενων, ρυπογόνων και ακριβών καυσίμων και θα δημιουργεί τεράστια υπεραξία, μέσω της πράσινης οικονομίας και των χιλιάδων καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας.

Ήδη, αν σήμερα πετυχαίναμε τον κλιματικό στόχο του 2030 (ΕΣΕΚ), θα περιορίζαμε κατά 32% την ενεργειακή ένταση, σε 68 τόνους (toe) /1 εκατ. ευρώ ΑΕΠ, πλησιάζοντας τη Γερμανία (με 63 τόνους / 1 εκατ. ευρώ) και ανακουφίζοντας, αντίστοιχα, την εθνική οικονομία.

*Ο Βασίλης Τσολακίδης κατάγεται από το Νεοχώρι Ορεστιάδας. Είναι βιοαρχιτέκτονας, σύμβουλος Στρατηγικού Σχεδιασμού για το Περιβάλλον, την Ενέργεια και το Κλίμα, πρώην πρόεδρος του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ). Ήταν υποψήφιος βουλευτής Έβρου με τον ΣΥΡΙΖΑ το 2019. 

Πηγή: Avgi.gr