Τα βότανα της Σαμοθράκης: Οι παραδόσεις ενός τόπου με μεγάλο γαστρονομικό πλούτο

Τα βότανα της Σαμοθράκης: Οι παραδόσεις ενός τόπου με μεγάλο γαστρονομικό πλούτο

Η Σαμοθράκη ξεπροβάλλει μέσα από το Θρακικό πέλαγος σαν απόκρημνος κώνος που κορυφώνεται στα 1611 μέτρα.

Το εντυπωσιακό βουνό Σάος με τα πολλά νερά, που ουσιαστικά συνιστά ολόκληρο το νησί, αποτελεί τον υψηλότερο ορεινό όγκο του Αιγαίου. Γεωγραφικά απομονωμένη, έχει υπάρξει εδώ και αιώνες ένας μοναδικός μυστηριακός τόπος, αλλά και ένα εκπληκτικό οικοσύστημα με πλούσια και άγρια φύση. Τόσο διαφορετική στις δυο πλευρές του νησιού, με εναλλασσόμενα μικροκλίματα, που τα ίδια βότανα και καρποί στην βόρεια περιοχή ωριμάζουν σχεδόν ένα μήνα αργότερα από τη νότια.

Η Πελαγία Ακαμάτη μεγάλωσε στηΧώρα της Σαμοθράκης μέχρι τα 18 της και έζησε για χρόνια στην Αθήνα και την Αλεξανδρούπολη, για να επιστρέψει στον τόπο της ως συνταξιούχος με τον σύζυγό της, αφιερώνοντας τον χρόνο της στον κήπο και τα μελίσσια της. Θυμάται τη Χώρα να έχει 1500 μόνιμους κατοίκους τη δεκαετία του ’70, και την κύρια σύνδεση με τον Έβρο να γίνεται με ένα καράβι που χωρούσε περίπου 30 άτομα και μόνο 2 αμάξια. Μου προσφέρει φυσική βυσσινάδα, που συνηθίζεται πολύ εδώ, και μου μιλάει για μνήμες εκείνης της εποχής. Τότε, που οι στέγες είχαν μορφή ταράτσας φτιαγμένες με τον παραδοσιακό τους τρόπο με χώμα, φύκια και τάβλες από ξύλο πλατάνου.

Σημαντικός ήταν ο αρχαίος κύλινδρος που χρησιμοποιούσαν, που κάποτε βρισκόταν στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, αλλά στην καθημερινότητα εξυπηρετούσε διάφορες πρακτικές εργασίες. Με αυτό το «εργαλείο» πρέσαραν την κατασκευή για να γίνει η στέγη πιο συμπαγής και αδιαπέραστη από τη βροχή. Θυμάται, ακόμα, όλες οι γυναίκες να έχουν αργαλειό και να φτιάχνουν υφαντά και κεντήματα για το νοικοκυριό τους.

Σπουδαία τέχνη, με την οποία μεγάλωσε κοντά στον πατέρα και τον παππού, και η μελισσοκομία. Σήμερα, η ίδια παράγει για οικιακή χρήση μέλι, πρόπολη και κερί με χαρακτηριστικά διαφορετική μυρωδιά από τα κεριά του εμπορίου. Έτσι γινόταν και παλιότερα αναπολεί, όταν την Κυριακή κάθε γυναίκα που πήγαινε το πρόσφορο στην εκκλησία έδινε μαζί και 1-2 χειροποίητα κεριά. Όπως μου εξηγεί, η μέλισσα χτίζει στην κερήθρα τις φωλιές για τα αυγά της, αργότερα τις γεμίζει μέλι και στο τέλος τις κλείνει με κερί. Η Πελαγία ξύνει το πάνω μέρος για να χρησιμοποιήσει αυτήν την πρώτη στρώση και να αφιερώσει 2 μέρες στον βρασμό και το σούρωμα. Μου δείχνει τον τύπο κυψέλης που είχε ο παππούς της.

Ένας κορμός από πλατάνι ενός μέτρου με έναν ξύλινο σταυρό εσωτερικά για να έχει μια βάση η μέλισσα να χτίσει σιγά-σιγά το μελίσσι. Το έκλειναν με ξύλο από πάνω, κοπριά γύρω γύρω για μόνωση, που αργότερα αντικαταστάθηκε με ζυμάρι, φτέρη και πέτρα για την βροχή και τον αέρα. Και, φυσικά, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν, το μέλι βγαίνει εκπληκτικό λόγω της πλούσιας φυτοποικιλότητας της περιοχής.

Ένα από τα αγαπημένα δέντρα για τις μέλισσες είναι ένα είδος κουμαριάς (Arbutus Unedo), που φύεται στο βόρειο τμήμα και ψηλώνει αρκετά. Το πανέμορφο δέντρο με τον «κόκκινο κορμό» που ξεφλουδίζει αφήνοντας μια εντυπωσιακά λεία επιφάνεια, προσφέρει ένα από τα καλύτερα μέλια του κόσμου, όπως αναφέρουν και πρόσφατες έρευνες. Στη ντόπια διάλεκτο το ονομάζουν αντραχιλιά. Ίσως, το πιο γνωστό βότανο του νησιού είναι η μοναδική ρίγανη Σαμοθράκης (Oreganum vulgare με δυο υποείδη, subsp. hirtum και subsp. viridulum). Αν και είναι η κοινή ποικιλία της φαίνεται πως εδώ, λόγω του μικροκλίματος, αναπτύσσει ξεχωριστά χαρακτηριστικά και έντονο άρωμα. Ανθίζει από Ιούνιο μέχρι Αύγουστο αναλόγως της περιοχής.

Η συλλογή των πληθυσμών της (που γενικά μειώνονται) γίνεται κατά την ανθοφορία από ντόπιους και επισκέπτες και απαιτεί σύνεση, καθώς από την ίδια ρίγανη θα βοσκήσουν και οι μέλισσες της περιοχής. Το φλισκούνι ή φλασκόνι (Μentha pulegium), στη ντόπια διάλεκτο, είναι η μέντα της Σαμοθράκης που όλοι οι κάτοικοι έπιναν και τώρα τείνει να εξαφανιστεί. Καλαμίθρι ονομάζεται εδώ ένα άλλο είδος μέντας που πολλοί λένε πως δεν είναι κατάλληλο για χρήση. Βαλσαμόλαδο για στομάχι και ανοιχτές πληγές ανθρώπων και ζώων, γλυκό βύσσινο για αναγούλες ή «κακορέξια» και βρασμένα τσάπουρνα για αντιμετώπιση διάρροιας, μερικά από τα γιατροσόφια της εποχής.

Σε κάθε νοικοκυριό αποξήρεναν, επίσης, όλα τα φρούτα, εκτός από το ροδάκινο που είναι χνουδωτό, για να διασφαλίσουν, χωρίς ψυγεία, την τροφή του χειμώνα. Ίσως τα μούσμουλα ή αλλιώς μίσπλα και τα σούρβαλα ήταν τα μόνα φρούτα του χειμώνα που ωρίμαζαν τα Χριστούγεννα. Η Πελαγία συνεχίζει αυτήν την παράδοση, όπως την έμαθε από τους ντόπιους. Μου δείχνει τις συρμάτινες κατασκευές αποξήρανσης, γεμάτες αυτόν τον καιρό με σύκα, δαμάσκηνα, πραούστια και νεκταρίνια.

Η διαδικασία ξεκινάει με τη χάραξη, αφήνοντας τα να στεγνώσουν στον ήλιο. Μετέπειτα, βράζανε καζάνι και τα βουτούσαν μέσα με ένα καλάθι για αποστείρωση και μετά τα άπλωναν και πάλι στα εσωτερικά των σπιτιών. Η ίδια χρησιμοποιεί τη «φουφού», εξωτερική φωτιά, προσθέτοντας δαφνόφυλλα για συντήρηση στο τέλος στα αποξηραμένα φρούτα. Ένας άλλος τρόπος κατανάλωσης ήταν το Χουσάφ, η παρασκευή δηλαδή κομπόστας, βράζοντας τα αποξηραμένα τους φρούτα χωρίς επιπλέον ζάχαρη.

Το σαμοθρακίτικο πραούστι ή πράουστο (Prunus domestica subsp.syriaca) έχει μακράν παράδοση εδώ, σε καλλιέργεια και μεταποίηση ως μαρμελάδα και γλυκό του κουταλιού. Είναι υποείδος της δαμασκηνιάς, συγγενικό με την κορομηλιά με καταγωγή από τη Μ. Ασία. Στην βόρεια πλευρά ωριμάζει τον Ιούλιο και η παραδοσιακή συνταγή του γλυκού γινόταν βγάζοντας την πέτσα και το κουκούτσι, αφήνοντας το 1 ώρα σε ασβεστόνερο για να σφίξει, πλένοντας το πολλές φορές πριν πάρει την τελική βράση με ζάχαρη. Σε άλλα φρούτα χρησιμοποιούσαν και τη σάρκα που έμενε για μαρμελάδα. Σπουδαίες στο νησί και οι αχλαδιές με πολλές ποικιλίες, όπως τα γνωστά κοκκινάπιδα που εξάγονταν την εποχή των παππούδων της. Οι ντόπιοι είναι περήφανοι και για τις πολλές ποικιλίες συκιάς που ευδοκιμούν στον τόπο, που σιγά σιγά όμως χάνονται. Περίφημες και οι αιωνόβιες ελιές, φυσικά, που γίνονταν σπαστές, ή τσακιστές όπως τις λέμε σήμερα, ή μαύρη πατητή ελιά με αλάτι.

Χαρακτηριστικό εκείνης την εποχής, λοιπόν, ήταν οι δεκάδες τρόποι να συντηρούν και να αξιοποιούν τους καρπούς του τόπου. Μετά τον τρύγο, έφτιαχναν τη μελομπλέντα, από το υπόλειμμα νερού και μελιού στα σκεύη που έπλεναν, προσθέτοντας αλεύρι. Μετέπειτα, έβαζαν τα καρύδια που επίσης βρίσκουμε άφθονα στο νησί, σε μια κλωστή, τα βουτούσαν στο μέλι και αποξηραίνοταν σαν ένα είδος σουτζούκ λουκούμ.

Από το σκούρο χρώμα του περιβλήματος έβαφαν τις κλωστές και τα μαλλιά τους. Έκαναν τα δικά τους ζυμαρικά που αποκαλούσαν μάτσι, οι αντίστοιχοι γιουφκάδες όπως λέγονται στη Θράκη. Χρησιμοποιούσαν πολύ στη διατροφή τους τις κίτρινες κολοκυθες, φτιάχνοντας πίτες και ιδιαίτερα τη ζμαοπατού, μια λεπτή πίτα με τριμμένη κολοκύθα, αλάτι, αλεύρι, δυόσμο και λάδι. Στην περιοχή των Θερμών λουτρών έφτιαχναν φουρνιστά κάστανα και έτσι τα διατηρούσαν από το φθινόπωρο μέχρι το Πάσχα.

Στο νησί και ιδιαίτερα στη βόρεια πλευρά καλλιεργούσαν και όσπρια. Σπουδαίο το λευκό φασόλι Σαμοθράκης, η πιο εμπορική ποικιλία φασολιών που αποτελούσε βασικό χειμωνιατικο φαγητό, αλλά τώρα τείνει να εξαφανιστεί από τα χωράφια. Ρούσκες, μας εξηγεί η Πελαγία, λεγόταν η δεύτερη καλλιεργούμενη ποικιλία, που ήταν πολύχρωμες χάντρες. Μια πρακτική της εποχής, λόγω απουσίας κατάψυξης, ήταν να φυλάσσουν ημιαποξηραμένο το πράσινο φασολάκι, για τον χειμώνα, που το μουλιάζανε, το βράζανε και έτσι ζωντάνευε πάλι για να μαγειρευτεί. Μεγάλη η αξία των φασολιών και στην ανταλλακτική οικονομία του νησιού.

Ο Γιώργος Σεβαστάτος, επίσης με καταγωγή από τη Σαμοθράκη, πέρασε τα καλοκαίρια του στο νησί με τις γιαγιάδες και τους παππούδες του, επιστρέφοντας ως μόνιμος κάτοικος Ξηροποτάμου πριν από 8 χρόνια. Από δάσκαλος μουσικής σε δημόσια σχολεία έγινε καλλιεργητής αρωματικών φυτών σε αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο τόπο των προγόνων του. Όπως λέει και ο ίδιος, όλα ξεκίνησαν με την παρατήρηση. Η παρατήρηση του κύκλου της φύσης και της ανάπτυξης των φυτών. Χρόνια πριν αποφασίσει να καλλιεργήσει, ακόμα και ως προσωρινός κάτοικος Αθήνας, έβρισκε χρόνο να πηγαίνει στον Υμηττό και να αναγνωρίζει σιγά-σιγά τα ενδημικά φυτά της περιοχής.

Είχε, λοιπόν, την τύχη να βιώσει νεότερος πως ήταν η ζωή των ανθρώπων που είχαν αυτάρκεια και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, αλλά και σεβασμό στην πλουσιοπάροχη φύση. Θυμάται να ρωτάει, «Παππού τι χρειάζεσαι να πάρεις από τον μπακάλη για να βγάλεις τη χρονιά;». «Kαφε, ζάχαρη και ένα τσουβάλι ρύζι, όλα τ’ άλλα τα ‘χω!», απαντούσε εκείνος. Όλα τα άλλα τα έφτιαχναν οι ίδιοι. Τρόφιμα, ρούχα, παπούτσια, έχτιζαν μόνοι τους ολόκληρο σπίτι. Η γιαγιά του τόσο ικανή μέχρι τα βαθιά γεράματα, ακόμη και σχεδόν τυφλή, έπλεκε και έλεγε ταπεινά, “άμα βάλεις τις δαντέλες αράδα, φτάνουν μέχρι την Καβάλα!”».

Μια από τις πρώτες εμπνεύσεις του Γιώργου, όταν ήρθε μόνιμα στο νησί, ήταν η Λυγαριά, Vitex agnus-castus. Το όνομα της οφείλεται στα ευλύγιστα κλαδιά της και θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένα από τα βότανα-ορόσημα του νησιού, καθώς την βλέπεις παντού και η ποιότητα των δραστικών της στοιχείων φαίνεται να είναι εξαιρετική. Ο Γιώργος αναζητούσε ένα φυτό που υπάρχει σε αφθονία και δεν έχει αξιοποιηθεί αναλόγως εδώ, πέραν της χρήσης των κλαδιών του στην κατασκευή καλαθιών. Οι ντόπιοι ποτέ δεν την χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα, αλλά σήμερα θεωρείται σπουδαίο βάλσαμο για γυναικολογικά προβλήματα. Σημαντικό να αναφερθεί πως απαγορεύεται η χρήση λυγαριάς από γυναίκες που λαμβάνουν αντισυλληπτικά. Για αιώνες, η λυγαριά θεωρούταν πως ρίχνει τη λίμπιντο. Λέγεται πως οι σταυροφόροι την έδιναν στις γυναίκες τους πριν φύγουν για εκστρατείες, ενώ στην ανατολή ήταν γνωστή ως Monk’s pepper, γιατί κρατούσε ήρεμους τους μοναχούς από ερωτικές διαθέσεις. Από μελέτες πλέον γνωρίζουμε, ότι η λυγαριά λειτουργεί εξισορροπιστικά για τη λίμπιτο, αναλόγως τον οργανισμό.

Ο Γιώργος ίδρυσε την Geophoria και έγινε ο πρώτος επίσημος καλλιεργητής στο νησί αυτού του υπέροχου βοτάνου, από τους καρπούς του οποίου, μάλιστα, παράγει αιθέριο έλαιο. Νιώθει πως η Λυγαριά ταιριάζει απόλυτα στη φιλοσοφία του, αποτυπώνοντας την ομορφιά σε όψη και μυρωδιά. Αιθέρια έλαια φτιάχνει, επίσης, από Δάφνη (Laurus nobilis) και Άγριο Δυόσμο (Mentha Spicata), ένα από τα φυτά που εντυπωσίασε τους αναλυτές στον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ. Το συγκεκριμένο είδος το βρήκε στον κήπο από την γιαγιά του και άρχισε να το πολλαπλασιάζει και να το μεταποιεί. Συνεχίζοντας τη λίστα, φυσικά αναφερόμαστε στο ντόπιο ριγανέλαιο, το πολύτιμο αντιικό, αλλά η κουβέντα μας μένει περισσότερο στο Θρούμπι (Satureya montana).

Ο Γιώργος το χαρακτηρίζει «ρίγανη πολυτελείας» και μάς εξηγεί πως γενικά η ρίγανη για να θεωρείται δρώγη, που δίνει ένα ποιοτικό ριγανέλαιο, πρέπει να έχει τουλάχιστον 75% καρβακρόλη, η ουσία στην οποία οφείλει το χαρακτηριστικό της άρωμα, και χαμηλή θυμόλη εώς 3,5%. Τον εντυπωσιάζει λοιπόν το Θρούμπι, καθώς εμπεριέχει σχεδόν την ίδια καρβακρόλη, περίπου 60%, και σχεδόν καθόλου θυμόλη. Ένα ακόμη ξεχωριστό αυτοφυές βότανο, από τα σπόρια του οποίου παράγει ένα σπάνιο και απαιτητικό αιθέριο έλαιο, είναι το Άγριο Καρότο (Daucus carota). Τέλος, αιθέριο έλαιο από Ματζουράνα (Origanum majorana), Δεντρολίβανο (Rosmarinus officinalis), Φασκόμηλο (Salvia fruticosa) και Λουίζα (Aloysia citrodora) που έχει εισάγει στον κήπο του.

Το ντόπιο Φλισκούνι (Μentha pulegium), σχολιάζει ο Γιώργος, συνήθως στο εμπόριο το συναντάμε με 55% πουλεγόνη, όπως λέγεται η νευροτοξική ουσία που περιέχει. Στο είδος της Σαμοθράκης η περιεκτικότητα αγγίζει το 71%, καθιστώντας το ένα πολύ δυνατό βότανο που χρειάζεται προσοχή στην υπερδοσολογία. Είναι άκρως αφροδισιακό για τους άντρες, βοηθά γενικά στην κυκλοφορία του αίματος και σε αναπνευστικά προβλήματα. Κατάλληλο, επίσης, για κρυολογήματα, πεπτικές διαταραχές και μυϊκούς πόνους με επάλειψη του λαδιού του.
Στο όρος Σάος με την πλούσια βιοποικιλότητα, συναντά κανείς πλατάνια, κίστο, άγριο σπαράγγι, φλαμουριές, είδη θυμαριού, βελανιδιές, αιωνόβιες καστανιές, πικροδάφνες, λεμονοθύμαρο, χαμομήλι, και δυστυχώς εξαιρετικά σπάνια τώρα πια, βότανα όπως τα δυο είδη φασκόμηλου, τσάι του βουνού Sideritis athoa, ακόμα και scardica, δηλαδή Ολύμπου, όπως παρατήρησαν πρόσφατα μελετητές. Ένας ακόμα ευλογημένος ελληνικός τόπος, που τις τελευταίες δεκαετίες απειλείται λόγω της εντατικής βόσκησης, με πολλά είδη να μπαίνουν στην κόκκινη λίστα. Μοναδικά φυτά που εξαφανίζονται, εδάφη που διαβρώνονται αλλάζοντας τη μορφολογία του βουνού, τρεχούμενα νερά που παρασύρουν τους σπόρους που θα μπορούσαν να φέρουν αναγέννηση. Μια αναγέννηση που η φύση πάντα ξέρει να συντελεί, αν ο άνθρωπος της το επιτρέψει, αναγνωρίζοντας το ζωντανό θησαυρό που αναπνέει κάτω από τα πόδια του.

Πηγή: travel.gr