Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς: Πέθανε ο θρύλος της Θρακιώτικης παράδοσης Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης (ΒΙΝΤΕΟ)

Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς: Πέθανε ο θρύλος της Θρακιώτικης παράδοσης Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης (ΒΙΝΤΕΟ)

Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς: Σίγησε σήμερα, στα 93 του χρόνια, η φωνή του θρύλου της Θρακιώτικης παράδοσης Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη, ο οποίος “έφυγε” πλήρης ημερών και αφήνοντας ως παρακαταθήκη στους αιώνες το τεράστιο μουσικό του έργο ως δημιουργός, ερμηνευτής και μουσικός.

Με το σπουδαίο έργο του έκανε γνωστή τη μουσική παράδοση της Θράκης μας σε όλη την Ελλάδα, βασιζόμενος πάντα στο τρίπτυχο τραγούδι, χορός, φορεσιά.
Η νεκρώσιμη ακολουθία θα τελεστεί τη Δευτέρα 23/1 στις 12 ώρα στον Ιερό Ναό Αγ. Γεωργίου, Καρωτή Διδυμοτείχου

Ο Καρυόφυλλης Δοϊτσίδης, γεννήθηκε το 1930 στην Καρωτή Διδυμοτείχου από αγροτική οικογένεια, έχοντας και μουσικούς προγόνους, όπως των Σταύρο Δοϊτσίδη (έπαιζε καβάλ), ο οποίος μάλιστα ήταν αρκετά γνωστός και είχε διδάξει την τέχνη του σε περισσότερους από εκατό νέους Βουλγάρους στις αρχές του 20 αιώνα, στην Στενήμαχο, στον Πύργο (Μπουργκάς) και το Ορτάκιοϊ της σημερινής Βουλγαρίας. Από τη μικρή του ηλικία τον γοήτευαν ιδιαίτερα τα παραδοσιακά τραγούδια που άκουγε στην πλατεία του χωριού του, στο χοροστάσι που στηνόταν κάθε Κυριακή και σε διάφορες γιορτές. Άρχιζαν το χορό οι γυναίκες, τραγουδώντας δύο στην αρχή του χορού και δύο στο τέλος συνήθως, και κατόπιν οι άνδρες, με τη συνοδεία οργάνων, κυρίως με τη συνοδεία της γκάιντας, της φλογέρας και της λύρας που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο σε σχέση με τα ?νεότερα? παραδοσιακά όργανα όπως: κλαρίνο, βιολί, ούτι και κρουστά. Επίσης τα παραδοσιακά αυτά τραγούδια τα άκουγε και στο σπίτι από τη μητέρα του Θεοπούλα και τη γιαγιά του Χρυσάνθη.

Το 1950, τελικώς πείθει τον πατέρα του που αρχικά ήταν αρνητικός, εξαιτίας των αντιλήψεων της εποχής για το επάγγελμα του μουσικού, να του πάρει ένα ούτι. Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι της υπαίθρου αλλά και όχι μόνο θεωρούσαν υποτιμητικό το να γίνεις μουσικός και να γυρνάς στις πόλεις και στα χωρία. Αγοράζει το πρώτο του ούτι από τα Λάβαρα με 250 δρχ., ένα χωριό λίγο έξω από το Σουφλί, εκπληρώνοντας έτσι την παιδική του επιθυμία για το μουσικό αυτό όργανο. Τον ίδιο χρόνο πηγαίνει για μία εβδομάδα στην Ορεστιάδα και παίρνει τα πρώτα του μαθήματα από τον Αρμένη δεξιοτέχνη στο ούτι Σαρκίζ, ο οποίος ήταν και ψάλτης της Αρμενικής εκκλησίας του Διδυμοτείχου. Κάποια άλλα μαθήματα όμως παίρνει και από τον λαϊκό οργανοπαίχτη της περιοχής στο ούτι, Γιάννη Νταντή από τον Πύργο Ορεστιάδας. Mετά από αυτά τα πρώτα μαθήματα επιστέφει στο χωριό του. Από εκεί πλέον προσπαθεί να μάθει μόνος του να παίζει τους παραδοσιακούς σκοπούς και τα τραγούδια του χωριού του και της ευρύτερης περιοχής, σχεδιάζοντας μουσικές εισαγωγές και ταξίμια, ενώ συγχρόνως εργαζόταν στα χωράφια του πατέρα του. Οι πρώτες δειλές καλλιτεχνικές εμφανίσεις του έγιναν στα καφενεία του χωριού του, λίγο αργότερα βγήκε παρά έξω, στα διπλανά χωριά.

Εδώ αξίζει να αναφέρουμε πως κατά την περίοδο εκείνη και συγκεκριμένα το 1950, παντρεύτηκε τη Μόρφω Γρηγορίδου και λίγο αργότερα απέκτησαν μαζί τις δύο κόρες τους τη Θεοπούλα και τη Λαμπριάννα, το 1952 και 1955 αντίστοιχα, οι οποίες έμελλε να τον ακολουθήσουν στο τραγούδι και να βρεθούν στο πλάι στον πατέρα τους, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι και σήμερα, αποτελώντας τις ποιο αντιπροσωπευτικές γυναικείες φωνές της Θρακιώτικης μουσικής. Έτσι δημιουργήθηκε ένα αναπόσπαστο μουσικό και φωνητικό τρίο της ελληνικής μουσικής παράδοσης και κυρίως της θρακικής.

Το 1954 αγοράζει ένα τζιουμπούς με περίπου 500δρχ. για τους γάμους, τους αρραβώνες, τα πανηγύρια αλλά και κάθε λογής εκδήλωση, επειδή την εποχή εκείνη έπαιζαν οι μουσικοί φυσικά, χωρίς ηχητική υποστήριξη και το τζιουμπούς είχε δυνατότερο ακουστικό ήχο από το ούτι στους εξωτερικούς χώρους. Έτσι, πρώτος ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης εισάγει ένα νέο όργανο στην τυπική ορχήστρα της Θράκης, που γίνεται γρήγορα αποδεκτό από τους τοπικούς μουσικούς, εξαιτίας της χρησιμότητας του, οι οποίοι μάλιστα παραδέχονται ότι το όργανο αυτό το πρόσθεσε πρώτος αυτός, αν και δεν αποκλείεται να παιζόταν από κάποιο άλλο μουσικό σε κάποια περιοχή της Θράκης για προσωπική ευχαρίστηση, σίγουρα όμως δεν το συναντούσε κανείς σε ορχήστρες. Το τζιουμπούς όμως, μετά την βελτίωση με ηχητική υποστήριξη της ακουστικότητας των μουσικών των μουσικών οργάνων, παραμελήθηκε και ?αποκαταστάθηκε? το ούτι, με αποτέλεσμα σήμερα να παίζεται από ελάχιστους μουσικούς και να μην χρησιμοποιείται σε ορχήστρες, σχεδόν καθόλου.

To 1960 Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης συλλαμβάνει την ιδέα δημιουργίας τοπικού χορευτικού συγκροτήματος, όπου θα χορεύανε τους χορούς της Θράκης. Αργότερα το μουσικοχορευτικό συγκρότημα αρχίζει να εμφανίζονται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις στη Θράκη, αλλά και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Εδώ αξίζει να επισημάνουμε πως ήταν το πρώτο θρακιώτικο χορευτικό συγκρότημα που εμφανίζονταν για να δώσει παραστάσεις χορεύοντας θρακιώτικους χορούς, γιατί μέχρι τότε στα σχολεία, γυμνάσια αλλά και σε διάφορους άλλους οργανωμένους φορείς της Θράκης που μπορεί να οργάνωναν χορευτικές παραστάσεις, χορεύονταν πανελλαδικοί χοροί. Το συγκρότημα Δοϊτσίδη της Καρωτής θεωρούνταν από τους Θρακιώτες το καλύτερο χορευτικό συγκρότημα της Θράκης. Από 1958, παράλληλα αρχίζει να συμμετέχει σε εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού Ε.Ι.Ρ. Κομοτηνής, όπου κατέβαζε μουσικούς από το Βόρειο Έβρο, οι οποίες θα συνεχιστούν μέχρι το 1968 χρονιά όπου κατεβαίνει οριστικά στην Αθήνα. Στον ραδιοφωνικό σταθμό της Κομοτηνής, γνωρίζεται με τον Λαογράφο Παντελή Καβακόπουλο, οποίος πραγματοποιούσε επιτόπιες έρευνες στην Θράκη. Στη συνέχεια ανεβαίνει στην Καρωτή για να καταγράψει τη μουσικοχορευτική παράδοση της περιοχής. Σ’ αυτή του την προσπάθεια τον βοήθησε η οικογένεια Δοϊτσίδη, δίνοντας του πολύτιμο υλικό της περιοχής .

To 1961 με τη μεσολάβηση του Καβακόπουλου γίνεται η πρόταση στον Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη από την εταιρία Music Box να ηχογραφήσει τραγούδια της Θράκης. Τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε τότε ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης, ήταν εννέα τραγούδια. Μερικά απ’ αυτά είναι: «Σ’αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ», «Μια κόρη μια διαβάτισσα», «Αλάργα ξένη μ’ το χορό» κ.α. Στα τραγούδια αυτά συμμετέχει και η Ειρήνη Καβακοπούλου, γυναίκα του Παντελή Καβακόπουλου, ο οποίος μάλιστα ήταν και ο ενορχηστρωτής της συγκεκριμένης ηχογράφησης. Οι μουσικοί που έπαιξαν ήταν: Μανώλης Παπαγεωργίου- κλαρίνο, Δημήτρης Μπάγιας (Λαβίδας) -βιολί, Αριστείδης Μόσχος- σαντούρι, Χρήστος Λαβίδας- κιθάρα, Γιάννης Αγαπητός- κόντρα μπάσο και Φώτης Τσιλιπάνος- κρουστά .

Το 1965 συμμετείχε με την ελληνική αποστολή στο βαλκανικό φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας, μαζί με γνωστούς καλλιτέχνες της δημοτικής μας μουσικής όπως: Ξανθίππη Καραθανάση, Ειρήνη Καβακοπούλου, Γιάννης Δερμιτζογίαννης, Φώτης Πάνου, Μανώλης Παπαγεωργίου κ.α.. Η ελληνική αποστολή κερδίζει το πρώτο βραβείο και τελικά γυρίζει όλες τις μεγάλες πόλεις της Βουλγαρίας δίνοντας συναυλίες.

Το 1968 η μουσικοχορευτική αποστολή της Καρωτής συμμετείχε σε πολιτιστική εκδήλωση που έλαβε μέρος στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Υπεύθυνη της πολιτιστικής εκδήλωσης ήταν η Δόρα Στράτου. Έτσι η Δόρα Στράτου ενθουσιασμένη από τα τραγούδια και τους χορούς της Θράκης, που για πρώτη φορά παρουσιάζονταν στο Αθηναϊκό κοινό, προτείνει στον Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη να συνεργαστεί μαζί της στο θέατρο της. Μετά από λίγο καιρό, το φθινόπωρο του 1968, κατεβαίνει με το μουσικοχορευτικό συγκρότημα και την οικογένεια του στην Αθήνα, όπου εγκαθιστάτε πλέον μόνιμα το 1969. Στο θέατρο της Δόρας Στράτου δίνει παραστάσεις από το 1968 μέχρι και το 1973, φέρνοντας παράλληλα στο θέατρο μουσικούς και χορευτές από τη Θράκη.

Μετά τη λήξη της συνεργασίας του με τη Δόρα Στράτου, αρχίζει να συνεργάζεται με το μουσικοσυνθέτη Χρήστο Λεοντή και τη Μαρίζα Kώχ σε μπουάτ στην Πλάκα, καθώς επίσης να και κάνει ενορχηστρώσεις σε θεατρικά έργα. Έκτος από τα θεατρικά συμμετείχε ως μουσικός σε μια τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστή τον Κώστα Βουτσά που γυρίζονταν στην Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα. Στη συνέχεια η οικογένεια Δοϊτσίδη συνεργάζεται με τη Δόμνα Σαμίου, με την οποία επισκέφτηκαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες, το Γιάννη Μαρκόπουλο, το Γιάννη Ξαρχάκο, αλλά και τον Παναγιώτη Μυλωνά, το Χρυσόστομο Μητροπάνο, το Νίκο Μπαζιάνα, το Κώστα Στρατηγάκη, τη Φεβρωνία Ρεβύνθη, σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές της Ε.Ρ.Τ.. Επίσης με το Θανάση Γκαϊφύλλια και τη Μαρίζα Κώχ επισκέφτηκαν όλες τις πρωτεύουσες των κρατών της Σοβιετικής Ένωσης δίνοντας συναυλίες. Την ίδια περίοδο και συγκεκριμένα από το 1971 και μετά αρχίζουν να κυκλοφορούν οι μεγάλοι προσωπικοί της οικογένειας, δίσκοι των 33spv στροφών, ενώ πιο πριν, από το 1961 και μετά είχαν ηχογραφηθεί και αρκετοί δίσκοι 45spv στροφών.

Ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης στην προσπάθεια του να διασώσει το μουσικό πολιτισμό της Θράκης, πραγματοποιούσε κατά καιρούς επιτόπιες καταγραφές-έρευνες. Επίσης για την διάδοση του μουσικού πολιτισμού, λειτούργησε και διατήρησε από το 1980 και για 14 ολόκληρα χρόνια πρώτο και μοναδικό στέκι μουσικής για τους θρακιώτες, το «Θρακιώτικο Στέκι» στην Καλλιθέα, τραγουδώντας την παράδοση της Θράκης.

Το 1985 η οικογένεια Δοϊτσίδη κερδίζει, για τον ενδέκατο σε σειρά μεγάλο δίσκο με τίτλο «Το κάστρο της Θρακιάς», το 1ο βραβείο Οπτιακουστικών Μέσων της Γαλλικής Ακαδημίας που διεξήχθη στο Παρίσι. Συνολικά, η οικογένεια Δοϊτσίδη, έχει κυκλοφορήσει 18 προσωπικούς δίσκους, ενώ παράλληλα έχει στο ενεργητικό της πάρα πολλές συμμετοχές σε δίσκους άλλων μεγάλων καλλιτεχνών, μέσω των οποίων έχουν διασωθεί περισσότερα από διακόσια παραδοσιακά τραγούδια της Θράκης.

Κατά την διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας ο Καρυοφύλλης και οι κόρες Θεοπούλα και Λαμπριάννα Δοϊτσίδη πήραν πολλά βραβεία και υψηλές διακρίσεις για την προσφορά τους στην ελληνική μουσική παράδοση και συγκεκριμένα στην θρακιώτικη, αλλά σημαντικότεροι επιτυχία θεωρήθηκε από τους ίδιους η βράβευση από το χωρίο τους, Καρωτή, το 1997 για την διάδοση και διάσωση της θρακικής μουσικής. Γεγονός πολύ σημαντικό για την οικογένεια, να αναγνωρίζεται η προσφορά της από τον τόπο καταγωγής τους. Ακόμα, και η βράβευση του Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη από την Ένωση Μάρηδων (Θρακικό Σωματείο), το 2002 ως μουσικοσυνθέτη ήταν μια σημαντική αναγνώριση για το έργο που προσέφερε στη Θράκη.

Τα τραγούδια, σε παλαιότερες εποχές, δεν είχαν μουσική επένδυση. Κυρίως τα τραγουδούσαν γυναίκες στο χορό, αλλά και άνδρες κάπως πιο σπάνια, οι οποίοι έλεγαν συνήθως καθιστικά, και οι μουσικοί είτε έπαιζαν οργανικά κομμάτια, είτε επαναλάμβαναν το τραγούδι. Επομένως για να ηχογραφηθούν τα τραγούδια αυτά έπρεπε να δημιουργηθούν εισαγωγές και ανταπόκρισης, ώστε να είναι ακουστικά και χορευτικά ομορφότερα λόγο των αναγκών που δημιούργησε η διαδικασία της εγγραφής του δίσκου. Επομένως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό μουσικών εισαγωγών και ανταποκρίσεων των τραγουδιών της Θράκης οφείλονται στον Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη .

Ο Καρυόφυλλης Δοϊτσίδης, τραγουδιστής, ενορχηστρωτής και μουσικοσυνθέτης προσέθεσε και ορισμένα δικά του κομμάτια στο μουσικό ρεπερτόριο της Θράκης, όπως: «Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς», «Τώρα που ήρθε η άνοιξη», «Στέργιος ξεπισμάνιψι», «Στέργιος παντρεύητι», «Η Καρακατσιανή», «Ο δικέφαλος αετός της Θράκης» και αλλά πολλά, τραγούδια τα οποία αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τους Θρακιώτες και όχι μόνο.

 

Εκτός από την αρκετά μεγάλη δισκογραφική δραστηριότητα που ανέπτυξε η οικογένεια, γύρισε σχεδόν όλη την Ελλάδα, αλλά και παρά πολλές χώρες του κόσμου όπως Η.Π.Α., Καναδά, Αυστραλία, Μέση Ανατολή, σχεδόν σε όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη κ.α. δίνοντας συναυλίες. Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει στο συγκρότημα της οικογένειας και ο εγγονός, ο Νίκος Αγγούσης- Δοϊτσίδης στο κλαρίνο.
Έλαβε πολλά βραβεία για την προσπάθειά του να διασώσει το μουσικό πολιτισμό της Θράκης. Για το σκοπό αυτό, διατήρησε από το 1980 έως το 1994 στέκι μουσικής για τους θρακιώτες, το «Θρακιώτικο Στέκι», όπου τραγουδιόνταν μόνο θρακιώτικα τραγούδια.