«George Best – ο Πέμπτος Μπητλ»: Στην Ελλάδα το εκπληκτικό βιβλίο για τον… μυθικό Άγγλο ποδοσφαιριστή

Ένα εκπληκτικό βιβλίο για τους λάτρεις του μυθικού George Best, κυκλοφόρησε εδώ και μερικές ημέρες στη χώρα μας.

Πρόκειται για το κόμικ «George Best – ο Πέμπτος Μπητλ» από τις εκδόσεις «Δίαυλος», το οποίο ήδη σημειώνει μεγάλη εμπορική επιτυχία, καθώς είναι αφιερωμένο στη ζωή και την καριέρα ενός από τους πλέον εμβληματικούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Την ελληνική μετάφραση έκανε ο Γιάννης Ανδρέου, και το σημείωμα του επιλόγου ο δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Μάκης Διόγος

GEORGE BEST – Ο Πέμπτος Μπητλ

Vincent Duluc – Kris – Florent Calvez

Ο Τζορτζ Μπεστ υπήρξε για το ποδόσφαιρο ό,τι ήταν οι Μπητλς για την ποπ μουσική: η ενσάρκωση μέσα στην καρδιά των Swinging Sixties μιας νέας κοινωνικής κατηγορίας. Μια νεολαία ασυμβίβαστη, γεμάτη ανεμελιά και αυθάδεια. Η ίδια νεολαία, που λίγα χρόνια αργότερα, στο τέλος της Ένδοξης Τριακονταετίας μετά τον Πόλεμο, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70, θα συγκρουόταν με την αμείλικτη πραγματικότητα των χαμένων ψευδαισθήσεων, των ναρκωτικών και του αλκοόλ.

Ο Τζορτζ Μπεστ, κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Θα μπορούσε. Όμως δεν θα ήταν ο Τζορτζ Μπεστ.

O Kris προσάρμοσε σε κόμικ το μυθιστόρημα Le Cinquieme Beatles (Ο Πέμπτος Μπητλ) του Vincent Duluc, μιας από τις κορυφαίες πένες της γαλλικής αθλητικογραφίας.

Μαζί του, ο σκιτσογράφος Florent Calvez, έδωσε «ζωή» στο είδωλο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, και στην «Αγία Τριάδα» που ο Μπεστ υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή: Το «αλανιάρικο» Ποδόσφαιρο, το Σεξ και το Rock&Roll.

Στο George Best – Ο πέμπτος Μπητλ παρουσιάζεται σε graphic novel η «μοναδική» ζωή του Μπεστ από τις εργατικές συνοικίες του Μπέλφαστ μέχρι την κορυφή και το «άδοξο» τέλος του.

Την ελληνική μετάφραση έκανε ο Γιάννης Ανδρέου, και το σημείωμα του επιλόγου ο δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Μάκης Διόγος, «σεσημασμένος πιστός», τόσο του Τζορτζ Μπεστ όσο και του συλλόγου του Ολντ Τράφορντ.

Ο Μπεστ υπήρξεν ο καλύτερος!» 

“Έτσι θα τραγουδάνε τα παιδιά

Της Αλμερίας

Αλλά και της Αγγλίας

Της Αλβανίας, της Αρμενίας

Της Τασμανίας και της Δανίας

Σε μια εποχή μελλοντική.

«Ο Μπεστ υπήρξεν ο…»

Κι όσο για μένα

Έτσι καθώς θα ’μια χωμένος

Στην πατρική μου γη

Οι απόγονοι

Θα ‘ρχονται κάθε Κυριακή

Να με ποτίζουν έρωτα

Ψωμάκι και βροχή

Κι όταν θα σουρουπώνει

Θα στέκουν μπρος μου προσοχή

(Οι απόγονοι)

Γιορτάζοντας το πάθος μου

Για μια φωτογραφία χρωματιστή

Γι’ αυτόν τον Γεώργιο Μπεστ

Τον ποδοσφαιριστή”

Μια Κυριακή του Ιουνίου του 1969, στο Λονδίνο, ο Μάνος Χατζηδάκις γράφει το «Αιώνιο Πάθος». Ένα ποίημα για τον Τζορτζ Μπεστ. Δεν έχει γίνει γνωστό τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Μεγάλο Μάνο, που δεν είχε καμία σχέση με το ποδόσφαιρο, να γράψει ποίημα για τον Μπεστ. Ο μύθος; Η εμφάνιση;

Και τελικά τι ήταν ο Τζορτζ Μπεστ; Ένας αυτοκαταστροφικός Ιρλανδός που έμπλεξε το ποδόσφαιρο με τις γυναίκες και το αλκοόλ; Μήπως ήταν ένας «χωριάτης» που θαμπώθηκε από τη δόξα και τα χρήματα; Μήπως ήταν απλώς ένας (πολύ) καλός ποδοσφαιριστής που δεν κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιτυχία και την «κανονική» ζωή;

Είναι πιθανό ότι μπορούν να δοθούν δεκάδες, διαφορετικές, απαντήσεις. Όπως και να τεθούν άλλα τόσα ερωτήματα. Όμως, υποψιάζομαι ότι τελικά εκείνο που θα μείνει είναι ότι ο Τζορτζ Μπεστ ήταν… μοναδικός. Εντός και εκτός γηπέδων.

Ο μακρυμάλλης Βορειοϊρλανδός είναι μια από τις δυο αιτίες που –εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μέσα από τις ασπρόμαυρες εικόνες της ΕΙΡΤ–  αγάπησα (και συνεχίζω να υποστηρίζω με πάθος) τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η άλλη, ήταν η τραγική ιστορία του ταξιδιού στο Βελιγράδι και η θανατηφόρα κατάληξη στο παγωμένο αεροδρόμιο του Μονάχου.

Ο Τζορτζ Μπεστ ήταν, στα παιδικά μου μάτια, και ποδοσφαιριστής και ρόκερ και επαναστάτης. Ο τρόπος που ντρίμπλαρε τους αντιπάλους, η άνεση του να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα, αλλά και η επιλογή του (σε αυτοκαταστροφικό βαθμό) να μην μπαίνει στα συντηρητικά καλούπια της εποχής, μου έδωσαν όλα τα συστατικά στοιχεία για να φτιάξω έναν ήρωα. Έναν δικό μου ήρωα, των παιδικών μου, ποδοσφαιρικών, χρόνων.

Ο Τζορτζ Μπεστ, κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Θα μπορούσε. Όμως δε θα ήταν ο Τζορτζ Μπεστ. Θα ήταν κάποιος άλλος. Γιατί ο Μπεστ ζούσε για να φορέσει τη κόκκινη φανέλα με το «7», να μπει το χορτάρι, να παίξει ποδόσφαιρο και μετά να πίνει και να διασκεδάζει λες και ήταν η τελευταία βραδιά του στον πλανήτη.

Στο μυαλό του, το ποδόσφαιρο ήταν ένα κομμάτι της καθημερινότητας, όπως για άλλους είναι η εργασία. Μια καθημερινότητα όμως, που περιελάβανε πολύ αλκοόλ και – εξίσου πολύ–  σεξ.

Η ειρωνεία στη περίπτωση του Τζορτζ Μπεστ είναι ότι, ενώ στο γήπεδο έκανε «κακό» στις αντίπαλες ομάδες, έξω από τις τέσσερις γραμμές έκανε με συστηματικό τρόπο, «κακό» στον εαυτό του.

Και το αποτέλεσμα; Το εξωγηπεδικό «κακό» νίκησε τελικά τον Τζορτζ Μπεστ. Και απέμειναν τα ασπρόμαυρα βίντεο να μας θυμίζουν ότι ο γιος των εργατών από το Μπέλφαστ, ήταν ένας πολύ μεγάλος ποδοσφαιριστής.

Για εμένα, και εκατομμύρια οπαδούς της θρυλικής Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ήταν ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Όπως όλοι γνωρίζουν άλλωστε…

Pele good, Maradona great, George Best!