Το β’ πανελλήνιο βραβείο σε λογοτεχνικό διαγωνισμό που διοργάνωσε η εταιρία «Βιβλιόφιλοι Έδεσσας» με το διήγημά της «Ασύνορη αγάπη», απέσπασε η Εβρίτισσα δασκάλα και συγγραφέας κ. Αθηνά Νικολίδου. Στο διήγημά της η συντοπίτισσα μας εκπαιδευτικός αναφέρεται στην πολύπαθη Ανατολική Θράκη.
Όπως γράφει η ίδια για το νέο πνευματικό της “παιδί”, το συγκεκριμένο διήγημα:
Πρόσφατα το e-thessalia.gr έκανε αφιέρωμα στην Εβρίτισσα δασκάλα και συγγραφέα, η οποία ζει και εργάζεται στον Βόλο, ο οποίος μετά τον Έβρο που δοκιμάστηκε άγρια με τις φωτιές, πέρασε τραγικές στιγμές με τις πλημμύρες. Το αφιέρωμα αναφέρει:
Η Αθηνά Νικολίδου βλέπει με ιδιαίτερη ευαισθησία τα ζητήματα της Ανατολική Θράκης, καθώς γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβύλη του Νομού Έβρου, ένα χωριό που δημιουργήθηκε μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922 από πρόσφυγες της Αδριανούπολης.
Φέτος, στην ιδιαίτερη πατρίδα της, στην Καβύλη του Νομού Έβρου και στον εορτασμό των 100 χρόνων (1923-2023) από την εγκατάσταση των προσφύγων παππούδων της, είχε την τιμή να βραβευτεί από τον Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο Καβύλης και φορείς της περιοχής, μαζί με τον διακεκριμένο μουσικοσυνθέτη αδερφό της Ευριπίδη Νικολίδη για την προσφορά τους στον πολιτισμό του τόπου τους.
Υπηρετεί στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου και είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος. Επίσης είναι μέλος του Κέντρου Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων (ΚΕ.ΒΙ.ΜΑ.ΣΥ.), της ποιητικής σκηνής Poetry Slam του Βόλου και του Συλλόγου Θρακών Μαγνησίας.
Ασχολείται με τη συγγραφή ποιημάτων, διηγημάτων και παραμυθιών, με μια σχέση αγάπης από τα παιδικά της χρόνια συμμετέχοντας με επτά συνολικά βραβεύσεις σε διεθνείς και πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Πρόσφατα επίσης έχει βραβευθεί με το Β’ Πανελλήνιο Βραβείο σε λογοτεχνικό διαγωνισμό που διοργάνωσε η εταιρία «Βιβλιόφιλοι Έδεσσας» που έγινε την Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου, στην Έδεσσα, με το διήγημά της «Ασύνορη αγάπη».
Όπως τονίζει η ίδια, «στο διήγημά μου και μέσα από την ιστορία της οικογένειάς μου, στέκομαι στα μεγάλα γεγονότα – σταθμούς της πολύπαθης ιδιαίτερης πατρίδας μου που οδήγησαν σταδιακά στον οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό της, όπως και σε πολλές ακριτικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Η Ανατολική Θράκη, σταυροδρόμι ηπείρων και πολιτισμών, υπήρξε για αιώνες κομβική γεωγραφική περιοχή, όπου η γεωπολιτική αδίστακτα καθόρισε τις τύχες των ανθρώπων. Τα χωριά του Τριγώνου, όπως λέγονται, στον Βόρειο Έβρο, δημιουργήθηκαν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922, τότε που οι προπαππούδες μας έχτισαν με λάσπη και νερό απ’ το ποτάμι μας τα σπίτια τους, έστησαν το νοικοκυριό τους με όνειρα και τραγούδια μετά τη μεγάλη φωτιά και μπόλιασαν με αποδοχή και καλοσύνη τη νέα τους ζωή».
Από το χθες στο σήμερα
Και προσθέτει πως «ο ένας όμως πόλεμος διαδέχτηκε τον άλλον. Για να αναγκάσει τη δεύτερη γενιά, τους γονείς μας, στη δεκαετία ’50-’60, να γίνουν μετανάστες. Δεκάδες οικογένειες από κάθε χωριό αναζήτησαν την τύχη τους στις πόλεις της Γερμανίας που οργάνωναν τη βιομηχανική τους ανάπτυξη με τα εργατικά χέρια των μεταναστών. Οι γονείς μας δούλεψαν μερόνυχτα ξενιτεμένοι αφήνοντας οι περισσότεροι τα παιδιά τους στην πατρίδα, σε παππούδες κι αδέρφια γιατί το ωράριο και οι συνθήκες εργασίας δεν τους επέτρεπε να τα μεγαλώσουν.
Η οικογένεια στήριξε τα ξενιτεμένα πουλιά της, με μόχθο και αυταπάρνηση ώστε να γυρίσουν κάποτε στη γη τους, να τη σκάψουν και να τη θερίσουν με τόσες ελπίδες για το δικό μας αύριο. Η «ασύνορη αγάπη» που μας άφησαν προίκα ζει κι ανθίζει μέσα μας, μας συνοδεύει στις δυσκολίες της ζωής και καθορίζει την ταυτότητά μας. Αυτά περιγράφω και στο διήγημά μου. Μοσχομυρίζει αυτή η αγάπη, είναι γεμάτη από μυρουδιές, μελωδίες και χρώματα, σαν τα μεγάλα ροζ λουκούμια στα χέρια του παππού, σαν τα ψημένα στην ξυλόσομπα σπόρια του πατέρα τους παγωμένους χειμώνες, σαν τα παινέματα και τα τραγούδια της γιαγιάς, σαν τα κρινάκια στα εργόχειρα της μάνας…
Στην πατρίδα μου όμως οι πόλεμοι και οι απειλές τους συνεχίστηκαν. Τον Ιούλιο του 1974, εκκενώσαμε τα χωριά μας και κατευθυνθήκαμε στα σύνορα της Βουλγαρίας. Μόνο οι παππούδες έμειναν γιατί δεν ήθελαν να αφήσουν δεύτερη φορά τα σπίτια τους. Παιδιά εμείς τότε που μεγαλώσαμε με τη συνεχόμενη απειλή μιας πιθανής τουρκικής εισβολής κι ας βλέπαμε στην τηλεόραση μόνο το κανάλι της Ανδριανούπολης, γιατί η τότε ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ δεν εξέπεμπαν στον Έβρο.
1986. Η τεράστια οικολογική καταστροφή που προκάλεσε η έκρηξη του Τσέρνομπιλ, έπληξε κυρίως και πρώτα το βορειότερο άκρο της Ελλάδας. Δεκάδες οι νεκροί απ’ τον καρκίνο που μας θέρισε τις τελευταίες δεκαετίες. Οι περισσότεροι από τους γονείς μας αρρώστησαν κι άλλοι έφυγαν απ’ τη ζωή. Σε κάθε χωριό, σχεδόν η κάθε οικογένεια έχει τα θύματά της: «Λένε πως φταίει το Τσέρνομπιλ που οι γειτονιές στα χωριά μας άδειασαν. Που έφυγαν απ’ τη ζωή τόσοι άνθρωποι γεμίζοντας τα νεκροταφεία μας φωτογραφίες και καντηλάκια…
Και σήμερα; Μόλις περίπου ένα εκατομμύριο στρεμμάτων κάηκαν. Η Δαδιά, ένα φυσικό μνημείο με σπάνια βιοποικιλότητα, ένα μοναδικό σημείο συνάντησης της ορνιθοπανίδας τριών ηπείρων, είναι πλέον στάχτη. Καλλιέργειες, βοσκοτόπια, σπίτια και άνθρωποι θρηνούν για αυτά που έχασαν και για αυτά που μελλοντικά θα χάσουν».
Και καταλήγει: «Ελπίζω κι εύχομαι πως η ανυπολόγιστη αυτή καταστροφή, θα γίνει η αρχή για μια προσπάθεια ουσιαστικής αποκατάστασης με στόχο μόνο την πρόοδο και την ευημερία των κατοίκων της πολύπαθης πατρίδας μου, για να μη ζήσουμε άλλη μια επερχόμενη μετανάστευση, φτώχεια και ερημοποίηση. Να μην ξεχαστούν επειδή είναι «μακριά», λες και η χώρα μας είναι αχανής. Δεν είναι μόνο δικά τους αυτά τα σύνορα.
Ας αποτελέσει κοινή πεποίθηση και προτεραιότητα των αρμοδίων που σχεδιάζουν στρατηγικές και λαμβάνουν αποφάσεις ότι το μέλλον του Έβρου, της Δαδιάς, των ανθρώπων που μένουν εκεί, καλλιεργούν και υπερασπίζονται τα χώματα και τα σύνορά μας, είναι το μέλλον όλων μας».