Ο Έβρος μου: “Αναμνήσεις που μου ξύπνησε η επίσκεψη στη βορειότερη μεριά της Ελλάδας”

Ο Έβρος μου: “Αναμνήσεις που μου ξύπνησε η επίσκεψη στη βορειότερη μεριά της Ελλάδας”

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΑΛΑΜΕΣ*

Επιστροφή για παράσταση στην Ορεστιάδα μετά από αρκετά χρόνια. Όποτε περνάω τα όρια της Αλεξανδρούπολης και συνεχίζω το μελαγχολικό ανέβασμα, δε το κρύβω, ότι φορτίζομαι πάντα πολύ συναισθηματικά. Κάθε ταμπέλα και ανάμνηση σε τούτη τη κρύα γωνιά της Ελλάδας.

Πηγαίνω βιαστικά να πάρω το ΚΤΕΛ για να συναντήσω εκείτους συνεργάτες μου, που ξεκίνησαν από Αθήνα. Τις σκέψεις μου διέκοψε η παρουσία της παίχτριας με τα χαλκοκόκκινα μαλλιά από το φετινό «Greece Next Top Model». Κατέβηκε από το λεωφορείο με τη μάνα της, ένα backpack και μια σακούλα πράγματα, ψάχνοντας τη στάση του αστικού λεωφορείου.  Στο μυαλό μου έσκασε κατευθείαν μια ατάκα του Χατζηστεφάνου για τα παιδιά από αυτά τα παιχνίδια, ότι μόλις φύγουν από το γκλίτερ, θα επιστρέψουν στο δυάρι τους στους Αμπελόκηπους. Ευτυχώς Αμπελόκηπους έχει και η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Γιατί είναι πολλά τα απομεινάρια από γκλίτερ που πρέπει να στοιβαχτούν.

Το φυλάκιο της Μανίτσας (Να μνημονεύεις τους νεκρούς)

Το βλέμμα μου πέφτει στη ταμπέλα για το φυλάκιο της Μανίτσας. Εκεί που πέρασα πέντε μήνες της ζωής μου, στο μακρινό 2004. Εκείνο το πεντάμηνο, πως τα έφερε η ζωή και χόρτασα θάνατο. Ήταν μεγάλη Πέμπτη, όταν με φώναξε ο διοικητής μου να πεταχτώ στο Σουφλί, για να εισπράξω κάτι επιταγές για τους δόκιμους που υπηρετούσαν εκεί. Άλλο που δεν ήθελα. Ευκαιρία για αξιοπρεπή καφέ και τσατάρισμα στο net καφέ. Οι υπόλοιποι που έμειναν εκεί, είχαν να μεταφέρουν τον ιστό της σημαίας από το ένα σημείο του στρατοπέδου στο άλλο, ελέω επιθεώρησης. Δεν ήμασταν πολλοί ούτως ή άλλως. Δέκα – δεκαπέντε νοματαίοι βαριά.

Επιστρέφω στο στρατόπεδο με ταξί. Οι μπάρες ανεβασμένες, καρφιά στα δέκα μέτρα από την είσοδο να μη πλησιάζει όχημα και βλέμματα παγωμένα. Ρωτάω τον Αλφαμίτη τι έγινε. Είναι κλαμένος. «Σκοτώθηκαν τα παιδιά» μου είπε και την ίδια στιγμή που το έλεγε δεν το πίστευε. Πέντε συνφάνταροι, παιδιά που ξέραμε και περνούσαμε τη μέρα μας μαζί, δε μπόρεσαν να κρατήσουν τον ιστό της σημαίας, τους έφυγε από τα χέρια, ακούμπησε ηλεκτροφόρα σύρματα υψηλής τάσης, παράνομα εγκατεστημένα πάνω από το στρατόπεδο και έμειναν στο τόπο. Έναν τον αναγνωρίσαμε από τα κλειδιά του αυτοκινήτου στη τσέπη του. Τόσο είχε παραμορφωθεί.

Οι εντολές του διοικητή σαφείς. Να μαζέψουμε σε κούτες τα πράγματα των φίλων μας  που έχασαν τη ζωή τους για να τις παραδώσουμε στις οικογένειες τους. Μας έδωσαν κούτες από κρουασάν Molto. Μέχρι εκεί έφτανε η ευαισθησία του Ε.Σ. Και σήμερα αν με ρωτήσει κανείς, τι είναι στρατός για μένα αυτό του απαντώ. Οι κούτες Molto με τα πράγματα νεκρών στρατιωτών εν καιρώ ειρήνης για να παραδοθούν στους δικούς τους. Τόσος ο σεβασμός για τους νεκρούς και άλλος τόσος για τους γονείς τους, όπως ο πατέρας του ενός που βρέθηκε από δημοσιογράφο να κοιμάται άστεγος και άρρωστος πάνω σε κούτες σαν αυτές που του έδωσαν με τα πράγματα του νεκρού αγοριού του μέσα.

 Το Διδυμότειχο του Θάνου Ανεστόπουλου

Το λεωφορείο συνεχίζει το ανέβασμα του. Ταμπέλα για Διδυμότειχο. Εκεί διαδραματίστηκε μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές της πορείας μου σαν παραγωγός εκδηλώσεων. Έχω μία σειρά από παραστάσεις με τον Θάνο Ανεστόπουλο από τα «Διάφανα Κρίνα». Ο Θάνος βρίσκονταν στη πιο φωτεινή και αγωνιστική του περίοδο σε σχέση με τη μάχη που έδινε με το ποτό. Τη προηγούμενη μέρα ήμασταν για συναυλία στην Αλεξανδρούπολη. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να λυγίζει από όλες τις παραστάσεις που είχαμε κάνει παρέα. Και ήταν πολλές. Πήρε ένα “Βreezer” και το έβαλε στη τσέπη της καμπαρντίνας του. Το είδα. Τον πήρα να πάμε μια βόλτα στο λιμάνι της πόλης για να τον κουράσω και να μη το σκέφτεται άλλο. Όπως και έγινε.

Την επόμενη μέρα ξύπνησε ευδιάθετος. Με βρήκε στο καφέ που δούλευα από νωρίς και μου πρότεινε να πάμε να χτυπήσουμε tattoo, το όνομα από τα κορίτσια μας, γιατί ήταν συνονόματες. Έβαλα τα γέλια και του είπα να βάλουμε και μια άγκυρα κάτω από το όνομα και να γραφτούμε στο εμπορικό ναυτικό. Έβαλε τα γέλια και αυτός και αλλάξαμε κουβέντα.

O Θάνος Ανεστόπουλος (Φωτ.: Giannis Tomtsis / LIFO.gr)

Φτάσαμε Διδυμότειχο για τη παράσταση. Ο χώρος μικρός αλλά ζεστός, με τα νέα για τη παράσταση να έχουν εξαπλωθεί γρήγορα και να μαζεύεται κόσμος από κάθε γωνιά της πόλης χωρίς να ξέρει καν τι θα δει. Από παλιοροκάδες μέχρι τη κοπελίτσα που πέτυχα στη τουαλέτα με το tattoo «Ελλάς ή Τέφρα».

Εκεί ο Θάνος ζορίστηκε. Λίγο η περίεργη δομή του κόσμου, που πολλοί από αυτούς δε καταλάβαιναν τι έβλεπαν, λίγο το μικρόβιο του αλκοόλ που του είχε μπει από τη προηγούμενη μέρα, στο τέλος έσπασε. Ήθελε να πιει. Αυτή τη φορά δεν τον πίεσα ούτε προσπάθησα να τον αποτρέψω. Απλά ήξερα ότι θα συμβεί. Εκείνο το βράδυ μου χάρισε και ένα πίνακα του, που ακόμη στολίζει το σαλόνι μου. Γύρισα στο ξενοδοχείο. Δε ξέρω τι έγινε μετά, μόνο ότι την άλλη μέρα μου ζήτησε να ακυρώσουμε τη παράσταση που είχαμε στη Ξάνθη και ξέσπασε σε λυγμούς λέγοντας ότι δε θέλει να ξαναπιεί. Εκεί ήταν που ο άνθρωπος μπήκε πάνω από τα πιθανά κέρδη και γυρίσαμε σπίτια μας, μέχρι την επόμενη συναυλία.

Πίνακας του Θάνου Ανεστόπουλου

Αυτές οι σκέψεις και άλλες τόσες κατάπιαν τα χιλιόμετρα…Η ταμπέλα έδειξε Ορεστιάδα.  Το βράδυ της παράστασης και για λίγες μέρες μετά δε κοιμόμουν καλά. Σα να ήθελαν αυτές οι αναμνήσεις να αναδυθούν και δεν τις άφηνα. Μέχρι που ένα βράδυ ξεχείλισαν. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξα το messenger και άρχισα να τις περιγράφω στο μόνο πρόσωπο που δε φοβάμαι να του δείξω τα σκοτάδια μου. Κοιμήθηκα πιο ήρεμος με τη σκέψη, ότι θα τις διαβάσει το πρωί που θα ξυπνήσει και άρχισαν ξανά να ξεθωριάζουν. Μέχρι την επόμενη επίσκεψη στον Έβρο.

«Στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμ’ αλήθεια ότι γίναμε κιόλας καινούριοι Θεοί,
τη ζωήν, ως τη ζούνε οι άλλοι θνητοί τη χλευάζουμε σαν μια χυδαία συνήθεια…» – Θάνος Ανεστόπουλος

Πηγή: mikropragmata.lifo.gr